ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΒΡΑΔΙΑΣΕ
Με τον παραμικρό θόρυβο, έτρεχε κι άνοιγε την πόρτα
έτρεχε να προλάβει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε έκανε
κοιτούσε έξω, περίμενε λίγο κι έπειτα πίσω την έκλεινε
μπορεί και δέκα φορές τη μέρα, άλλοτε περισσότερες.
Μια, δυο φορές την άφησε ανοιχτή για ώρα, μέχρι που
βράδιασε. Κάποτε θυμήθηκε πως δεν περίμενε κανένα.