Ήτονε δγυο Έλλενεν, ένας νιούτζικος και ο πάππος του και δούλευαν.
Λέγει ο μικρός παππού, πες μου την ιστορία πάλι.
Πολύ σ΄αρέσει βλέπω. Ναίσκε του απαντά, πολύ.
Λοιπόν όταν γεννιόσουνα, ήμασταν χώρα πολύ χάλια. Χρωστάγαμαν και κολαζόμεσθεν . Ώσπου μας έβαλαν τα δγυο πόδγια σ΄ενα παπούτσι και συνήλθαμαν. Αλλά τα κατάφεραν. Ξαναγύρισαν οι αριθμοί στη θέση τους, άλλαξε η γενιά, αρχίσαμε να περνάμε με λίγα, αλλά είχαμε και τουρίζμο και άλλα καλά. Τώρα είμεθα όπως μεγάλες χώρες, Μπαγκλαντέσι, Τυνησία, Μπουργκίνα Φάσο και άλλες. Είμεθα στη μέση του καταλόγου των μεγάλων Εθνών. Η χώρα έχει πλέον λεφτά. Εμείς δεν έχουμε, αλλά καλά να πάθωμεν. Τελείωσα. Να στην ξαναπώ την ιστορία;
Ένα πράμα δεν μου είπες και όλο το κσεχνάς παππού.
Πχοιό είναι πάλι αυτήνο, απόρησε ο παππούς.
Δεν με εξήγησες τι είναι τα παπούτσια.
Την άλλη φορά θε να σε ειπώ, είπε ο παππούς και φτυάρισε κι άλλη κοπριά στο καρότσι, ώσπου να γιομίσει. Βούτηξαν την ξυποληταρία τους στην πράσινη γλίτσα του βάλτου και κίνησαν να πάνε στα καλύβια, να φτιάξουν σβουνιές, να τις πετάξουν μπαλίτσες στον τοίχο, να ξεράνουν την κοπριά, να έχουν να καίνε στο τζάκι.
Φως δεν ήθελαν, επειδή αντιφέγγιζαν οι αουτομπάνες και καρσί δυο επτάστερα ξενοδοχεία καθρεφτίζονταν στις δεκατέσσερις πισίνες τους.
Σε δυο μέρες, κατά τα συμφωνημένα, θα ήρχονταν ένα γκρουπ τουρίστες από ξενοδοχείο και έπρεπε να είναι έτοιμα τα καλύβια, για να δγιούν οι ξένοι πως περνούσανε οι πρόγονοι του τόπου στα μαύρα χρόνια.
Και ο ξενοδόχος τους έταξε μια κονσέρβα κορνμπήφ στον καθένα που θα έπαιζε καλά, κάθε Κυριακή της σεζόν.