ΚΑΙ ΤΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ;
Και τι νομίζεις, δεν έτρεμα απελπισμένος, όμοια με φύλλο
το τελευταίο, πριν το φυσήξει ο βοριάς της δυστυχίας μου;
Με τη ζαβή αξιοπρέπεια να ψιθυρίζει όλη τη νύχτα: Ήσυχα.
Τη νύχτα ‘κείνη, καθώς γλιστρούσες μέσ’ από τα χέρια μου
– σε είχα πλάι μου, αλλά δεν ήσουνα εκεί, εσύ χαμένος ήδη
κι έβλεπα τη μαύρη άβυσσο ν’ ανοίγει σκοτεινή, να χάσκει.
Και τι νομίζεις, πως ξεμπερδεύεις εύκολα με τους νεκρούς;