THE MONASTIR OFFENSIVE, SEPTEMBER-DECEMBER 1916 (Q 52274) The Cerna River on the Monastir battlefield, 1916. Copyright: © IWM. Original Source: http://www.iwm.org.uk/collections/item/object/205285899
Η Σέρβικη Γέφυρα
18-02-2018

Είχα τρία πράγματα να με απασχολήσουν το Σάββατο της Τυρινής του 1962. Aύγαζε ο μήνας Μάρτιος. Μεσημεράκι.

Έναν πράσινο μαρκαδόρο μάρκας Σασιχάτα, που μοσχοβολούσε μπετζίνα ή κάτι τέτοιο έτσι και τον άνοιγες, και πότιζε το τετράδιο η παραμικρή γραμμή, σε βάθος δύο σελίδων.

Ένα μικρό βαζάκι σινική μελάνη και έναν γραμμοσύρτη, αλλά έπρεπε να περιμένω τον πατέρα μου να μου μάθει πώς να τον βουτάω και να χειρίζομαι τη ροδέλα.

Κι ένα κείμενο που εμπνεύστηκα, ονόματι «απολογία εφήβου» που είχα ξεκινήσει αποβραδής, αλλά έστεκε μόνον ο τίτλος-το υπόλοιπο βρισκόταν στο μυαλό μου, αλλά βαριόμουν να το γράψω.

Οι φίλοι μου έλειπαν. Τα δασκαλοπαίδια ήταν Σαλονίκη, ο Μπίλης θα έβγαινε με την Βυζαντία (τα πρώτα του ραντεβού ήταν από εννέα ετών) κι έτσι αποφάσισα να πάω βόλτα στη Σέρβικη γέφυρα.

Μπερεδάκι, γυαλιά αστιγματισμού, βαμβακερό πουκάμισο,πουλόβερ, παντελόνι μαύρο σωλήνα, παπούτσια μυτερά κατάμαυρα. Δεν ήμουν ακόμη ο Πετεφρής, αλλά ο Παγκανέλ.

Βγήκα στο δρόμο και περίμενα να γυρίσουν οι αγελάδες του γείτονα, από τη βόλτα τους.νΚαι πρώτα περπάτησα από τζαμί σε τζαμί, που ήταν αμφότερα εκκοκιστήρια βάμβακος- Εφαρμοστίδη και Δείνα. Έφτασα στον Φόρο και μετά στο Μαύρο άγαλμα. Από εκεί έως την Σέρβικη γέφυρα, ήταν χίλια διακόσια βήματα. Το είχα επαληθεύσει. Ήταν πάνω στην άσφαλτο Θεσσαλονίκης- Έδεσσας.

Στο δρόμο, σφύριζα. Αποσπάσματα από την «κινηματογραφική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι» κατά την αναγγελία της εκφωνήτριας. Είχα βρει ένα λαρυγγισμό που επέτρεπε να βγάζω και δεύτερη φωνή, πιο μπάσα. Και σκεφτόμουνα, δις και τρις, το κείμενο που δεν έγραψα.

Έφτασα στη γέφυρα και την περιεργάστηκα, όπως πάντα. Μικρή, μπετονένια, με παραπέτα. Πεντέξη μέτρα με το ζόρι. Την είχαν φτιάξει Σέρβοι φαντάροι στον Μεγάλο πόλεμο. Ψυχή ζώσα τριγύρω.

Οπότε περνάει ένα Τάουνους Κάραβαν και παραμέρισα. Δίπλα στον οδηγό ένα κορίτσι. Συμμαθήτρια με αλογοουρά. Έστριψε το κεφαλάκι και μου κούνησε το χέρι. Ήταν η τότε «αγάπη μου». Η φίνα Λιαγκραβίτσα. Που εγέλα καραμελωτά και εκπροσωπούσε τον ουράνιο Έρωτα. Τον Αθίγγανο.

Πήρα το δρόμο του γυρισμού και όλα ήταν εμφανή, τα αυτοκίνητα σωρό, περαστικά τραχτέρια, στη δημοσιά βολταδόροι και μαγαζάτορες και παντού, μα παντού ήχοι, ζουρνάδες και Καζαντζίδης, αλλά κυρίως παιδιά καρναβαλάκια. Βασίλισσες της νύχτας, Ζορρό, καμπόηδες, σουλτανίτσες και πιστολέρο, πίτσκα και μωρά σε καρότσια, με πούντρες και ροζ στα μαγουλάκια. Πρόλαβα, πάνω στη στροφή της παλιάς αγοράς και είδα τη στεγνή ζωή μου να μου γνέφει φιλικά. Θα επέστρεφε. Φυσικά θα επέστρεφε. Αλλά προείχε να τελειώσω το κείμενο, να το γράψω με μπίκ κι όχι με συμπαθητική μελάνη.

Στο γραφειάκι μου, η «Ζωή εν Τάφω» του Μυριβήλη και μερικά μικρά χρωματιστά του, της «Εστίας», τα «ταξίδια» του Ουράνη, «ο κύριός μου Αλκιβιάδης» του Βλάχου, οι «Μαυρόλυκοι» του Πετσάλη Διομήδη και η συλλογή κειμένων «Για τον Σεφέρη» τριάντα χρόνια από την «Στροφή». Και η τελευταία «Νέα Εστία». Και το τετράδιο που έγραφα, με τον τίτλο, ορφανόν ακόμη. Νύχτα το τέλειωσα και κατάφερα να ρυθμίσω τον γραμμοσύρτη. Μόνη μου. Γράφοντας, είχα ανοίξει τον Σασιχάτα, να μοσχοβολάει.