Η Πράγα δε σε αφήνει να φύγεις. Ούτε εσένα, ούτε εμένα.
15-09-2017

Ψάχνοντας τον χειμώνα στις όχθες του παγωμένου Μολδάβα, σκηνές σαν από φίλμ νουάρ χωρίς διαλόγους, μόνο με την φωνή της Μarianne που τραγουδά παραπονεμένα.

Ώρα 1.30 δίπλα στο ποτάμι, το θερμόμετρο έξω από ένα παλιό εμπορικό δείχνει 4 βαθμούς Κελσίου και το κρύο σαλεύει ανάμεσα στο κασκόλ μου.

Πετάω από την Γέφυρα του Καρόλου πάνω από την πιο όμορφη πόλη, τα μάτια μου θολώνουν, ισορροπώ στις κεραμιδένιες σκεπές και τα στενά δρομάκια της, διασχίζω την πλατεία Βεγκεσλάου, αιωρούμαι στον αέρα της Μικρής Βενετίας Mala Strana, βλέπω τις αντανακλάσεις της στα νερά και τις σκιές με ανθρώπινη μορφή που κινούνται νωχελικά στους δρόμους.

Πίνω κρασί στο Karlovy Lazne ζητώ δεύτερο ποτήρι και μετά το τρίτο σκέφτομαι πως ίσως να μην μπορώ πια να αντέξω τίποτα ανθρώπινο από τότε που έχασα τη θάλασσα. Χαζεύω τα γοτθικά και Art nouveau κτίρια, δίνω ραντεβού με τους ατέλειωτους πύργους που πετάγονται μπροστά μου από τα πιο απίθανα μέρη, στην Starometske Namesti με τον ατμοσφαιρικό φωτισμό, τρώω σοκολάτα και παρακολουθώ το μεγάλο αστρονομικό ρολόι του Δημαρχείου που ”μετράει” την ώρα ξεκινώντας από το ηλιοβασίλεμα.

Μια ολόκληρη παρέλαση λαμβάνει χώρα μπροστά μου. Οι Απόστολοι, ο Χάρος που χτυπάει την καμπάνα, κρατώντας μία κλεψύδρα και συμβολίζοντας το πέρασμα του χρόνου, ο Φιλάρεσκος, σύμβολο της ματαιοδοξίας, ο Τούρκος, ο Εβραίος.

Ζωντανεύουν ξάφνου οι φιγούρες και χοροπηδάνε δίπλα μου, τραβώντας με να συμμετάσχω στην αέναη γιορτή τους. Ακολουθώ χωρίς δεύτερη σκέψη και οι ώρες παύουν να τρέχουν η μία πίσω από την άλλη, γελάμε στην μέση της πλατείας με την Αλεξάνδρα, βγάζοντας τα γάντια μας και πετώντας τα στον αέρα.

Στο μετρό που τρέχει ιλιγγιωδώς ακούγεται μουσική από ακορντεόν. Τα πρόσωπα , οι άνθρωποι φαίνονται τόσο γνωστά και οικεία, χαμογελούν ή κρύβονται πίσω από κάποιο βιβλίο και απλά περιεργάζονται. Το καρφί μου με γδέρνει χωρίς να το θέλει καθώς το σιδερένιο τρένο ταξιδεύει κάτω από την άσφαλτο, μα τώρα πια μου είναι υποφερτό.

Ψιχαλίζει στην παλιά πόλη. Πατάω πάνω στην βροχή και χαζεύω τις ξύλινες μαριονέτες ενώ ο κατασκευαστής τους «ανεβάζει» μικρές «θεατρικές» παραστάσεις στην αυτοσχέδια λιλιπούτεια σκηνή που έχει φτιάξει στον πεζόδρομο.

Sad eyes μου λέει σε σπαστά Αγγλικά και μου χαρίζει μια μικρή κούκλα πριγκίπισσα, αφού πρώτα την ελευθερώνει από τα σκοινιά της.
Τον κοιτάω βουβή, επειδή διάβασε την σκέψη μου και σκουπίζω με το μανίκι αυτό που πήγα να πω. Σφίγγω το ξύλινο δώρο μου και βυθίζομαι στο Στενό των Aλχημιστών.

Την Πράγα την έχω μέσα μου, όπου και να βρεθώ. Κουβαλάω την ομίχλη της μαζί μου. Φεύγω για να ξαναγυρίσω, ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι στο τοιχάκι του κάστρου με τα σπίτια απλωμένα κάτω από το κεφάλι μου πολύχρωμο μαξιλάρι, παίζω μελωδίες του Ντβόρζακ με τα ροζιασμένα χέρια του βιολιστή της μεγάλης γέφυρας, συνομιλώ με τα παιδιά που τρέχουν στους δρόμους και φωνάζουν δυνατά το όνομά τους όταν τα ρωτάω πως τα λένε, την βλέπω με τα μάτια των γυναικών που ψωνίζουν στην παλιά αγορά της, την ακούω μέσα από τα κουαρτέτα που σπαρμένα εδώ κι εκεί πάνω στις γέφυρες παίζουν μεγάλους κλασικούς.

Ένα κομμάτι της ψυχής μου δεν μου ανήκει πια και έχει παραμείνει να βολτάρει σε κάποιο από τα δεκαεφτά λιθόχτιστα γεφυράκια του ποταμού, γιατί αυτή η πόλη όνειρο, έχει κάτι που δεν έχουν οι άλλες και που οι κάτοικοί της το ονομάζουν «τα μάγια»
Και είναι αλήθεια. Η Πράγα «Δεν σε αφήνει να φύγεις ποτέ», έχει προλάβει όμως να σου ψιθυρίσει στο αυτί ”you have been warned” πριν ακόμα φτάσεις εκεί.

 

 

Ο τίτλος, και ό,τι είναι σε εισαγωγικά , λόγια του Φ. Κάφκα.