Χάρη στα αδέλφια ενός φίλου μου,που φοιτούσαν Αρχιτεκτονική, μπαινόβγαινα στο πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης από το Λύκειο. Δυο χρόνια πριν περάσω. Με τρέλαινε το αίθριο, το κυλικείο σε δύο επίπεδα, τα σκίαστρα στους διαδρόμους, οι πόρτες από φορμάικα πλαισιωμένες από δεσποτάκι, οι μεγάλες αίθουσες με τους σχεδιαστικούς πάγκους και τα σκαμπό.
Ήταν μεγάλα γεγονότα του 1965, όπως το Ηelp, τα κορίτσια με μοκασίνια, το ότι ψιλοκαταλάβαινα μαθηματικά, ανκαι ψαρωμένος από τον Μπακάλη,τον δεινό γυμνασιάρχη του Πέμπτου, και την παρέα μου, τον Γκετς, τον Γούφα, τον Παλάντζα και τον Σπύρο. Ο Σπύρος δεν είχε παρατσούκλι. Ήταν σκοτεινός, δηκτικός, με κάτι σαν φύσημα στην καρδιά, καταγόμενος από την Λευκίμμη της Κέρκυρας, αλλά πιό μπαγιάτης απ΄όλους μας.
Τους φοιτητές του Πολυτεχνείου , απλώς τους χάζευα. Φορτωμένοι εργαλεία της τέχνης των, εποχές που λιγόστευαν οι γραμμοσύρτες υπέρ του graphos, ενώ στη βιτρίνα του «Κύκλου» άστραφταν οι πρώτοι ραπιδογράφοι, κυκλοφορούσαν επουράνιοι και διαφανείς, δυο ίντσες πάνω από τα μωσαϊκά. Οι βοηθοί, οι επιμελητές, οι υποβοηθοί, ήταν παράξενα ξωτικά, με υπέροχο φτέρωμα, που περνούσαν ανάμεσα στο φοιτητομάνι ως ασώματα τελώνια και το κυριότερο, χαμογελούσαν στο πουθενά. Στο ισόγειο, στον όροφο και στο υπόγεια όλα αυτά. Για τους καθηγητές, υπήρχε ο Πύργος, οκταόροφος, που μου τον περιέγραφαν ως άβατο. Μια μέρα, μου έδειξαν από μακριά τον Μουτσόπουλο.
Βοηθούσα ατεχνώς και άχαρα, τα αδέλφια του Παλάντζα, ενώ έχτιζαν την διπλωματική τους, μαγεμένος. Μια φορά, κορύφωση της καριέρας του θεληματάριου, η Πελαγία με άφησε να βάψω, με πράσινο πηχτό γκουάς, το Σέιχ Σου, και το έπραξα με τρεμάμενο χέρι, σε ένα σεντόνι της Σαλονίκης. Κι άκουγα, εμβρόντητος, για Σέλερ και χαρτόνι μακέτας, για διαφανές, στρατσόχαρτο και μιλιμετρέ, άσε τις μπάλσες, τα κοπίδια και την μπόμπα. Ωσπου να περάσουν τα δυο χρόνια, ώσπου πέρασα κι εγώ στη Σχολή,πέρασε στον οργανισμό μου η φρεναπάτη της μαθητείας.
Η μύηση είχε διάφορα στάδια και αφορούσε μαγικές τεχνικές, τουλάχιστον εκ του Τροφωνείου σπηλαίου.Πως να μη χαραμίζεις το Σέλερ, πως να ξύνεις με ξυράφι το διαφανές, άν έκανες καμιά μαλακία (περνούσες τη ζημιά με μολύβι 3B και πάνω, κι έπειτα σβήσιμο με πράσινη σβήστρα ώσπου να μη ποτίζει η σινική) και η πράξη της Υποταγής Προκειμένου να σου ανοιχτεί του Παραδείσου η Θύρα, ήταν μια λέξη που θα σε κρατούσε υγρόν και άγρυπνο, ώστε τα «θέματα» να εκτελούνται μέσα στις προθεσμίες, καθώς ήθελες πολλές ημέρες να τα σχεδιάσεις άμωμα και ανεπίληπτα: Ρεταλίνη.
Την είχε το φαρμακείο δίπλα στον «Κύκλο». Ενα μεταλλικό λεπτό κουτάκι, συρταρωτό, με κατακόκκινη βάση και λευκό συρταράκι. Με λευκά χαπάκια. Εξασφάλιζε την αγρύπνια. Αν ήσουν άμαθος, επαιρνες ένα το απόβραδο και ακολουθούσε μια λευκή, άυπνη νύχτα, όπου τα μάτια και τα δάχτυλα, ήταν τα μόνα ενεργά σου μέλη.Μόνο μια φορά πήρα δύο, και μάλιστα την επομένη μιας ξαγρύπνιας, για να αντέξω και δεύτερη, καθώς θα παρέδιδα την προς τη θάλασσα, όψη της Αστόριας, πριν γίνει «Τόττης» το καφενείο, με διακοσμητή τον Δαμιανό Βιολάντζη.
Μετά την απαγόρεψαν. Την ξέχασα. Εξάλλου ήξερα το μάθημα: Ιδιοποίηση, μέσα παραγωγής, υπεραξία, διαθέσιμοι πόροι, κοινωνία του ανταγωνισμού,για ένα φτωχό θέατρο (αυτό ήταν άσχετο).Δε χρειαζόμουν ρεταλίνη, αλλά πολιτικώς συναισθηματική πανούκλα.
Τώρα, από το διαδίκτυο, ψάχνοντας εικόνα να διακοσμήσω το παρόν, είδα πως ζωντάνεψε πάλι και την δίνουνε και σε παιδάκια.