Εκνευρισμένος που εξέλαβα κάτι κοντούλες σε πλαστικό
Για σύκα αποστολιάτικα (σημείο θρήνου για δυο στρέμματα
Αχλαδιές που δεν χαρήκαμε μήτε μια ουρίτσα τους)
Τα είπαμε με τον Βούλγαρο ζητιάνο σε σπασμένα εντόπικα
Ώσπου κάθιδρος και ζαλωμένος εντόπισα γωνιακό μαγαζί
Πρόσφατα εγκαινιασμένο καθώς εδίδασκαν οι ανθοδέσμες
Μπροστά σε δίμετρο ιδιοκτήτη που πωλούσε τυρόπιττες
Και πιροσκί, ενώ ο χώρος του ήταν απερίγραπτα άδειος.
Περνώντας απέξω είδα μια λευκή παρουσία, ώσπερ λευκή
Θεά, με σιγμοειδή κατατομή. Σκέφτομαι «αξίζει τη ματιά σου
Μαλάκα» και παρευθύς την κοιτάζω με γκομενί ποθοπλάνταξη
Αποκτημένη με κόπο δεκαετιών. Ήταν μια λευκή ψυχή, δηλαδή:
Ένας ακίνητος συνταξιούχος στα ογδόντα, με μπεζ πουκάμισο
Από τα κρεμαστά άλλων αιώνων, ψαθί στην κεφαλή μα και στα πόδια
Με πρόσωπο στο χρώμα του σιζάλ βήτα ποιότητας, σχεδόν νεκρός.
Κατέληξα πως η άφιλη και άφυλη ενατένιση φάσματος παράγει απλώς
Αφηγηματικό πεζοτράγουδο έξι τριστίχων στην Σπύρου Μερκούρη
Κι αυτό είναι ήδη υπερβολή, προσεγγίζοντας του Ιλισσού το μπουγάζι