H αυλή του σπιτιού μου ήταν πάντα ένα παράδοξο κρησφύγετο των παιδικών μου χρόνων. Κυκλωμένο από τους τοίχους των γύρω πολυκατοικιών και τις πίσω βεράντες των διαμερισμάτων της δικής μου πολυκατοικίας, το μακρόστενο κομμάτι του ουρανού σαν καπάκι και δίοδος ελευθερίας μαζί. Αστικές ενατενίσεις και εκμυστηρεύσεις. Πάντα στη σκιά και πάντα στο φως.
Μια διεξοδική μορφή φυλακόβιου κοινόχρηστου χώρου όπου οι κουβέντες από τις ανοιχτές τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα, οι τσιρίδες από τους καβγάδες, τα βογγητά από νεόκοπα ζευγάρια και φυσικά οι πνιχτές σαν σε απομακρυσμένο μεγάφωνο ιαχές των αυτοκινήτων από την λεωφόρο, όλες ένα ντουμάνι ιστοριών και ηδονικής αφήγησης μιάς πόλης κάπου στον κόσμο. Όλες πάνω από το κεφάλι μου στο μεγάλο τασάκι της αυλής, στο κέντρο του οικοδομικού τετραγώνου. Καταπληκτική ενορχήστρωση με μαέστρο την ρουτίνα.
Το ζεστό μωσαϊκό κάτω από τα πόδια μου μετά το απομεσήμερο με τις ρωγμές του από τους σεισμούς έμοιαζε με φιλικό πεζοδρόμιο και σαν χαμίνι -με την ευκολία όμως του σπιτιού του- ήταν η σκηνή των παιδικών καλοκαιρινών μου περιστατικών, μεγάλων και μικρών.
Τα μεγάλα μυρμήγκια λιάνιζαν τις γλάστρες. Οι γάτες περπατούσαν στα γείσα των τοίχων, τα ποντίκια το έσκαγαν από τα διπλανά σπίτια και χώνονταν στο σιφόνι της αποχέτευσης, οι γλάστρες έλαμπαν από ήλιο και ξεκούραση. Χλωρίδα και πανίδα ενός βιότοπου με συγκεκριμένες παροχές και περιθώρια.
Ό,τι απέμεινε από επικοινωνία μεταξύ γειτόνων, η αυλή σαν αρχαίος αθηναϊκός χώρος συνάθροισης είχε τη δική του ιστορία. Ένιωθες ασφαλής και ας πετούσαν γόπες, ουρανοκατέβατες αναφλέξεις της στιγμής.
Εκεί στον αθέατο κόσμο τους μεγαλώνουν παιδιά, γιαγιάδες κουτσομπολεύουν, μπουγάδες στεγνώνουν, τσιγάρα καπνίζονται τα βράδια του χειμώνα, κρυφά τηλεφωνήματα χτυπάνε, μωρά συλλαμβάνονται κάτω από το μακρόστενο κομμάτι ουρανού.