Θέλω την πιο χυδαία καταιγίδα , ένα κασκόλ αγορασμένο από σταθμό ευπρεπούς Ευρωπαϊκού μετρό, και μια αφορμή που θα ψάχνω έναν χειμώνα ολόκληρο κι όταν τη βρω να το φορέσω. Θέλω και ένα τραγούδι που να μη μοιάζει με κανένα άλλο. Κι ενώ όλες οι μουσικές φτιάχνονται για να κλείνουν ουλές και τραύματα, αυτή να χώνει τα χέρια της και να ψάχνει μέσα στα άντερά μου ύπουλα , να βρίσκει το ωμό μου συναίσθημα άσχημο, ακατέργαστο και με δύναμη να το τραβά, να ξεκολλούν μαζί του τοιχώματα και να φεύγει προς τα έξω με πασαλείμματα και μισοτελειωμένες εκφράσεις. Θέλω το πιο γελοίο κοστούμι του κόσμου για δικό μου και παρέα με τον άδειο του καβάλο να παριστάνω δήθεν την καμπόση. Θέλω και ένα στίχο γραμμένο με τεράστια μαύρα γράμματα στον τοίχο της πιο κακόφημης συνοικίας . Έναν αργεντίνικο στίχο. Υπερβολικό. «Μαχαιρωμένο είναι το απόγευμα στο πόρτο. Στον λιμανίσιων γερανών τους γάντζους κρέμονται κάτι αγκαλιές και κάτι υποσχέσεις γυάλινες καθώς νυχτώνει». Να το διαβάζουν οι περαστικοί και να ακούν όλα όσα είναι κρυμμένα μέσα τους και άηχα στους άλλους. Οι δρόμοι να τρεκλίζουν ήρεμα μπροστά μου , χιλιοανοιγμένα πόδια , χλωμά φώτα , ταράτσες με ρούχα φθαρμένα, κίτρινα δόντια, κάποιοι που γαμιούνται, όχι από καύλα ή συνήθεια, αλλά από μια συντριπτική ανάγκη οικειότητας, κι η πόλη να γελάει γιατί ξέρει να φέρνει κοντά τους χαμένους . Θέλω και ένα όλοι είμαστε ξένοι μωρό μου να το ψιθυρίσω στο πιο οικείο αφτί , τώρα που αποφάσισα πως τελικά η λύπη δεν ξεκουρδίζεται από πουθενά, φαλτσάρει μόνο πάνω σε κάτι παύσεις ευτυχίας και οδηγεί σε ένα πολύ μεγάλο για τα κυβικά μου, πουθενά.
Είμαστε όλα όσα έχουμε. Χάσει.
01-10-2017