Του Σταυρού, πάντα θυμόμασταν πως είχε γενέθλια ο παπάκος μου και γιόρταζε ο κύρις και πατέρας του.Κι ας είχαν φύγει απο καιρό. Έτσι τα φέρναμε, αλλιώς τα γυρίζαμε, Σεπτέμβριο μήνα τα λέγαμε εμπιστευτικά, όχι για σινεμάδες και ανάδυση αναμνήσεων εκ του σχολείου, αλλά λυτρωτικά, για άρρητα και απόρρητα και ου φωνητά.
Έπινε ουίσκι, σε μορφή γιαννιτσιώτικου μίνι, κι εγώ σόδες, ακατάσχετες.Φουμέρναμε λονγκ σάιζ ωσάν αηδώς παλαιές τσιμινιέρες. Είχε πάντα διαθέσιμη τσατσάρα στην κωλότσεπη και κάθε τόσο τραβούσε μια χτενισιά, ακόμη κι όταν του είχαν απομείνει παππόφτερα στο καυκάκι. Τον κοίταζα «κάπως», κι εκείνος ατάραχος μου θύμιζε πως ποτέ δεν με είχε ιδεί να τρώγω, χωρίς να βαστώ ψωμί στο δεξί και να το κουνάω ενώ μασούσα γατοκέφαλα, με άκρα ευαρέσκεια.
Όποτε ήτανε να αλλάξουμε σπίτι, σοβάρευε. «Θα σου βρώ εγώ, μαλάκα. Και θα σου το δείξω. Με έναν όρο. Μόλις μπεις, θα ανασαίνεις κανονικά, δεν θα φέρεσαι σα να έπαθες εγκεφαλικό». Ήξερε τι έλεγε. Κάθε φορά που ήταν να νοικιάσω έλεγα στο νοικοκύρη «μου αρέσει , το παίρνω» πριν να μπω στο διαμέρισμα. Μια φορά έφτασα στα άκρα, όταν του είπα ενθουσιασμένος «βρήκα σπιταρώνα, μαλάκα». «Τι έχει και σ άρεσε;» ρωτούσε ψυλλιασμένος. «Στο πλατύσκαλο, ανεβαίνοντας έχει έναν ξεκοιλιασμένον καναπέ δεκαετίας του πενήντα, με μαρκετερί και βελούδο. Εκεί θε να κάθομαι!» Ανέβηκε, είδε και το ξενοίκιασε στο λεπτό.
Είτε είχα, είτε δεν είχα λεφτά, δεχόμουν αδιαμαρτύρητα να πλερώνω δοσίματα και εισφορές. Φοβόμουνα. Αυτός εκράτει λεφτά στο πορτοφόλι του τακτικά, με τα χαρτονομίσματα κατά την αρίθμησή τους.Μια φορά κατεβαίναμε Αθήνα με την αλβανόφωνη Μερσεντές του (κάθε που ήρχονταν Αλβανός με Μερσεντέ απέναντι, του αναβόσβηνε τα φώτα) και επιδεικτικά του έδειχνα ένα κέρμα από την τσέπη και το πετούσα έξω, ενώ έτρεχε με 220 .Έπεφτε στα φρένα, σταμάταγε στην Εθνική Οδό και το έψαχνε, ώσπου να το βρει, κραυγάζοντας στις ερημιές «είσαι και πολύ μαλάκας» αλλά προφανώς το διασκέδαζε.
Οι κρίσεις, οι υποτιμήσεις, η ανεργία, με τρόμαζαν ,αλλ΄αυτός ήταν ενθουσιασμένος. «Τώρα είναι ευκαιρία να κάνουμε κατάσταση». Δεν το καταλάβαινα, ώσπου είδα με τα μάτια μου τι έγινε με τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στην διαλυμένη Γιουγκοσλαβία. Έφερνε προϊόντα για τις δουλειές του, ευπαθή, από παντού. Όταν βγήκε η βρώμα για το εμπλουτισμένο ουράνιο ,και βγήκαν απαγορεύσεις εξαγωγών,μέχρι κι εγώ ανησύχησα. «Και τώρα, μαλάκα, πως θα ταΐζεις τις γραμμές παραγωγής;» «Μαλάκας είσαι και φαίνεσαι. Τα στέλνουν οι γείτονες όλα στο Κόσσοβο, που το βομβαρδίζουν ,αλλά δεν έχει βγει ντιρεκτίβα για εκεί. Κοψοχρονιά θα τα πάρω όλα». Το’πε και τόκανε.
Με την αρχή του αιώνα, έκοψα να τον βλέπω, άλλαξα και πόλη, επειδή του έκαμα βαρύ χουνέρι και τον ντρεπόμουνα. Κοινοί φιλοι που τον ρωτούσαν τι συνέβη, έπαιρναν την απάντηση «και που θές να ξέρω που δεν μου μιλάει ο μαλάκας;» Μετά από δέκα χρόνια, συναντηθήκαμε στη Σαλονίκη και ξαναρχίσαμε στενή παρέα. Κι όποτε πήγαινα να του εξηγήσω, με έκοβε.Έκανε πως δεν θυμόταν.
Τέταρτος Σεπτέμβριος που δεν θα ανταμώσουμε, λέγοντας τα σώψυχά μας. Μετακόμισε. Πόθανε. Μετέστη. Όπως το έλεγε ο ίδιος, όποτε κινδύνευε: “Θα πέθνησκα” έλεγε. Αλλά συχνά ξεκαρδίζομαι στα γέλια, μόνος στο δώμα μου. Είναι που βλέπω την ταινία, με όλες μας τις σκηνές και την πλοκή. Από το 1950, που αντάμωσαν οι μανάδες μας φορώντας μαντό, σέρνοντας τα αγοράκια τους, εμάς,στη γωνία του Τσολακίδη κι ο Βασίλης κρυβότανε, ντροπιάρης και με κρυφοκοίταζε, πεταρίζοντας τις τεράστιες βλεφαρίδες του.