Κατώφλι της μνήμης και όριο της κοινωνικής πραγματικότητας το όνομα: στον ουρανό της «Πανωραίας», που νομίζω διεκδικεί την περιουσία ενός ιδιόμορφα πατριωτικού ποιήματος, δεν βρίσκουμε «μεγάλα κομμάτια δόξας να αιωρούνται στο σκοτάδι» (τελευταίος στίχος του XIX ποιήματος (1975-1977) της «Βιογραφίας» του 1978 του Βαγενά, όπου ο πρώτος τρέχει: «Πατρίδα. Προδομένη πατρίδα. Ποιος να το πίστευε. Να κάθομαι τώρα να γράφω πατριωτικά ποιήματα»), αλλά ονόματα που διαθέτουν αδιακρίτως την ίδια πραγματική στερεότητα, ένταση και κραδασμική ευαισθησία εντοπιότητας με τα τοπόσημα του Φαλακρού όρους, του Κορύλοβου, των νερών του Αγγίτη, της Δράμας, του Νευροκοπιού, της Καβάλας, της θάλασσας που απέχει 30 χιλιόμετρα, αυτό είναι το γεωγραφικό θέατρο του ποιήματος, αλλά και με τα άγρια μετέωρα του βορρά – τις καταρρακτώδεις βροχές, την παγωνιά, τα καυτά καλοκαίρια, το χιόνι. Πριν ακόμη πληροφορηθώ ότι η «Πανωραία» ευδοκίμησε και ως θεατρική παράσταση, αιφνιδιασμένη από την αμίμητη δραματική πειθώ που ένα όνομα και μόνο μαζί με ελάχιστα και επουσιώδη ίχνη περιγραφής, δεξιοτεχνικές νύξεις με μονοκοντυλιά μάλλον, μπορεί να προσφέρει στην εμψύχωση ενός κειμένου, κάθησα και σημείωσα όλα τα πρόσωπα του δράματος σαν να ήταν πραγματικά οι συντελεστές μιας ιδεατής θεατρικής παράστασης ή ενός μυθιστορήματος έστω που πλέκεται και τυλίγει την κεντρική μορφή της Πανωραίας. Για ευκολία, αρίθμησα όλα τα ποιήματα, μιας και στερούνται τίτλου, με το αρχικό Π, από το 1 ως το 59. Π1 – Π59. Και έτσι θα παραπέμπω, για όποιον θελήσει να παρακολουθήσει αυτήν την προσωπογραφία του ποιήματος:
«τη Μαριάνθη»: «τη δεύτερη ξαδέρφη της, που της καθόταν στο λαιμό» Π5. «η Μαριάνθη εμαράνθη», «όταν μαλλιοτραβήχτηκαν με τη Μαριάνθη» Π17.
«ο κυρ-Λεωνίδας»: «ο άντρας [της Μαριάνθης], απόστρατος αξιωματικός» Π5. «Το σκάρωσε ο κυρ-Λεωνίδας [το ποιηματάκι] Π17. «Γυρνώντας απ’ τα σαράντα του Λεωνίδα» Π44.
«του Μπάτη»: «το κουτσό σκυλί του Μπάτη που έσκουζε στο φεγγαρόφωτο» Π6.
«τους εκτελεσμένους»: «για να σκεπάσουν τους εκτελεσμένους» Π6.
«στην Αργυρώ»: «μουρμούριζε στην Αργυρώ» Π7. «άκουγε η Αργυρώ που στρίφωνε ένα φόρεμα και τρύπησε το δάχτυλο» Π31. («δώρο της Αργυρώς στον αρραβώνα της») Π47. «της Αργυρώς της άρεσε το πράσινο» Π51.
«ο παπάς»: «έψελνε το τρισάγιο της Φωφώς» Π7.
«της Φωφώς»: «έψελνε το τρισάγιο της Φωφώς (εννιά χρονών, οξεία μηνιγγίτις)» Π7. «Όταν γεννήθηκε η Φωφώ είδε το φεγγάρι/ κόκκινο, ακίνητο όλη τη νύχτα, στο πηγάδι,/ κι εννιά μαύρα πουλιά πάνω του αχόρταγα/που έπιναν νερό» Π24. «Μονάχα τη φωτογραφία της Φωφώς είχε στον ίδιο τοίχο» Π38.
«Αλαντίν», «τον Αλαντίν»: «ενός γάτου που τον λέγαν Αλαντίν» Π8. «Μη χολοσκάς», είπε, χαϊδεύοντας τον γάτο» Π19. «ταΐζοντας τον Αλαντίν ένα πρωί» Π32. «Έπειτα πήγε κι άλλαξε νερό στον Αλαντίν» Π52.
«ο Στέλιος, ο σακάτης, ο τενεκετζής»: Αυτός που έχτισε τη Βαβυλώνα Π9.
«της Καβαλιώτισσας»: «γιατί πέφτανε μούρα στην αυλή της Καβαλιώτισσας» Π11. «Ποιος ξέρει τι τον είπε αυτή η σκρόφα/ η Καβαλιώτισσα (που τη λιγουρεύεται ο Καραμπέτσος)» Π23. «Φοράει η σουρλουλού η Καβαλιώτισσα ψεύτικο στήθος;» Π34.
«ο γιός του Καρανίκα»: «με το δίκαννο χτυπούσε αλύπητα τα κιρκινέζια» Π11.
«του Τσαταλμπασίδη»: «το γιασεμί που είχε ανθίσει/ δίπλα απ’ την πλάκα του Τσαταλμπασίδη» Π12.
«η Δέσποινα»: «Πότε θα ξαναμπείς [στη θάλασσα]; ρωτούσε η Δέσποινα» Π16. «Τι είναι, Πανωραία μου, η ζωή;»/είπε ρουφώντας τον καφέ η Δέσποινα· «ένα τίποτα!» Π44. «ώσπου με ξύπνησε η φωνή της Δέσποινας» Π32.
«η Ευτέρπη»: «Ήρθε η Ευτέρπη απαρηγόρητη/ να δει αν της είχε πέσει εκεί η βέρα» Π19. «Αμάν, πια, Ευτέρπη, με τα τριαντάφυλλα,/δεν έχεις βαρεθεί να τα σφάζεις;» Π39. «Πορτοκαλί [προτιμούσε] η Ευτέρπη» Π51.
«ο Σωτήρης»: «- τώρα τι θα ΄λεγε από κει ψηλά ο Σωτήρης [άντρας της Ευτέρπης];» Π19.
«ο Χριστόφορος»: «έβλεπε τη μάχη/που χάθηκε ο Χριστόφορος [άντρας της Πανωραίας]. Το χιόνι/που τον σκέπασε ολόκληρο. Τα δάση/που δεν πρόλαβαν να δουν μαζί.» Π20. «Πιασμένη χέρι – χέρι με το Χριστόφορο μπροστά στο μπρούντζινο άγαλμα της Πλατείας» Π49.
«τον παπα-Νικόλα»: «Φώναξαν τον παπα-Νικόλα για το ξόρκισμα» Π21.
«της Κορνηλίας»: «Μ’ έσφαξαν/ τα χαλασμένα κόλλυβα της Κορνηλίας,/ που τα’ χε απ’ των Ψυχών η ανεπρόκοπη» Π21. «Σ’ έναν Εσπερινό την Κορνηλία/ την άγγιξε ο Άγγελος με τη ρομφαία» Π35. «της Κορνηλίας [της άρεσε]το μαβί» Π51.
«Ο Καραμπέτσος»: «Ο Καραμπέτσος δεν μπορούσε/ να περιμένει άλλο – είχε πει στις δώδεκα. Κι έστειλε πάλι/τον χωροφύλακα να του τη φέρει/στο τμήμα σηκωτή» Π23.
«Ραούλ, Μπετίνα, Ρασελίκα»: «Στο κομοδίνο τρεις φωτογραφίες/κι ο καναπές που αφήσανε να τον φυλάξει,/ όταν θα γύριζαν…» Π38.
«του Καράμπελα»: «στο φρέσκο μνήμα του Καράμπελα» Π28.
«τον Γραμμενίδη» : «Και μην ακούς τι λένε,/πως είχε πάρε – δώσε με τον Γραμμενίδη» Π28.
«η Μερόπη»: «Τύχη βουνό αυτή η Μερόπη» Π41.
«ο Πετρώφ»: «Μπήκε ο Πετρώφ με δυο στο σπίτι αφρίζοντας/(μιλούσε τσάτρα-πάτρα τα ελληνικά)» Π30.
«του Στάμου»: «η γαλοπούλα είναι [το παγόνι]του μπογιατζή του Στάμου,/που πέσαν χρώματα επάνω της» Π37.
«ο Χρυσόστομος»: «Να ΄ναι καλά ο δεσπότης, ο Χρυσόστομος/-λόγια μπαλόνια που όλο μεγαλώναν» Π42.
«η Ευλαμπία του Μπέκου»: «Όταν η Ευλαμπία του Μπέκου ήρθε λέγοντας/πως θα τον κάνουν άσφαλτο τον δρόμο» Π45.
«ο Στράτος»: «της το ΄πε ο Στράτος ο περιπτεράς» Π45.
«ο Μεγαλέξανδρος»: «Ο Μεγαλέξανδρος στ’ άλογο, λαμπερός,/ τους έκοβε στα δυο με τη σκιά του» Π49.
«τον Σερμετζόγλου»: «Όταν πιαστήκαν με τον Σερμετζόγλου/τι δεν τον είπε: κάθαρμα,/τομάρι/βουλγαροντυμένο, σκερβελέ» Π64.
«ο κύριος Κούκουνας»: «Και φάνηκε ο Νομάρχης, ο κύριος Κούκουνας,/με δυο χωροφύλακες και τον πατέρα μου/ σ’ένα φορείο, δεμένο χειροπόδαρα» Π53.
«ο παπα-Ιωακείμ»: «κι από πίσω κουτσαίνοντας/ο παπα-Ιωακείμ με τ’ άμφια για να της προσφέρει/τον δίσκο με τα μαύρα κόλλυβα» Π53.
«του Τρανακίδη»: «Απ’ το υαλοπωλείο του Τρανακίδη/ είχε αγοράσει μια ακριβή κλέψύδρα» Π54.
«τον Βαρβαρήγο»: «-κοιτούσε απ’ το παράθυρο τον Βαρβαρήγο/τον τοκογλύφο, που κατέβαινε φουριόζος/πρωί πρωί «με την τσάντα φουσκωμένη/απ’ τα πολλά οικόπεδα» Π56.
«η Στεφανία του Τσεμπερτζή»: «Ανήμερα των Φώτων ήρθε η Στεφανία/του Τσεμπερτζή να δανειστεί λίγο καφέ» Π57.
«η Ασημένια»: «Και η γιαγιά μου η ασημένια, που ήταν πάντα/μ’ένα τεφτέρι στο χέρι λογαριάζοντας» Π59.
Τα στιγμιαία αυτά πορτρέτα ζωγραφίζονται με τη χάρη του παιδικού βλέμματος, το ανεξιχνίαστο μυθικό, παιδικό και θυμοσοφικό κράμα του βλέμματος της Πανωραίας και με το μυστηριώδες υβριδικό βλέμμα που προκύπτει από τη συνέργεια των δύο, με σύμμαχο τον χρόνο και την ποιητική τροπή, δηλαδή με το ποιητικό βλέμμα του σημερινού ώριμου ποιητή που οι ομολογημένες εμμονές του (από το πρώτο κιόλας ποίημα της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Πεδίον Άρεως – Θάνατος στα Εξάρχεια», την «Απολογία» (1974), δηλώνει: «Παρά τα γεγονότα δεν άλλαξα πεποιθήσεις./Παραμένω ο αυτός με τις ίδιες ιδέες/ που τρυπούν σαν αγκάθια το μυαλό μου») περιλαμβάνουν και μια τουλάχιστον διαχρονική μούσα, την Πανωραία, στην οποία αναγνωρίζει και επιβεβαιώνει σήμερα πια, μέρος της –ανυπολόγιστα γόνιμης – ποιητικής σερμαγιάς του.
Οι ξαναζωντανεμένες μορφές που ανασύρει ο ποιητής με το ανασυρτάρι απ’ το βαθύ πηγάδι της μνήμης («όταν γερνάμε, κομμάτια του παρελθόντος έρχονται στην επιφάνεια, ή, για να εκφραστώ διαφορετικά, κλείνουν κάποιοι κύκλοι» παρατηρεί ο Κλοντ Λεβί-Στρος συνομιλώντας με τον Ντιντιέ Εριμπόν στο «Μνήμες μακρινές και πρόσφατες») πρέπει να κατοικήσουν σε κάποιο στερέωμα, σε κάποιον φυσικό κόσμο με ζώα, βλάστηση και παραδόσεις, έτσι διαδοχικά καταρτίζει ο δημιουργός και κοσμεί τον κόσμο κατά την προτροπή της μνήμης που επαναφέρει αβίαστα όλο το αισθητηριακό και ψυχικό παρελθόν. Το αποτελούν: άγρια δαμάσκηνα, ρόδια, μουριές, λεύκες, πλατάνια, γιασεμιά, κρίνοι, παπαρούνες, τριαντάφυλλα, κιρκινέζια, κάργες, τρυγόνια, αηδόνια, πεταλούδες, ο κήπος, γαλοπούλες, μια μαύρη αίγα, παγόνια, απροσδόκητοι γλάροι, καφές, κόλλυβα, μουσκεμένο ψωμί, ο νεροχύτης της κουζίνας, κάδρα με τον Αδάμ και την Εύα, ο γαλατάς, υπόστεγα, υαλοπωλεία, πηγάδια, πίσσα, οδοστρωτήρες, άσφαλτος, κεραμίδια, χαλίκια, φορτηγά, δίκαννα, φωτοβολίδες, κανόνια, μεταγωγικά, ξιφολόγχες, λαμπαδοφορίες, φλόγες της κόλασης, ο ουρανός, πυροβολισμοί, κλαρίνα ηπειρώτικα, λύρες ποντιακές, ακορντεόν, μια αρκούδα με το ντέφι, η κάθοδος στη θάλασσα, μανταρινόφλουδες στη θράκα, ο Επιτάφιος, γυναίκες που κεντούν, εξαπτέρυγα, τρισάγια, μνήματα, πεθαμένοι, ψυχές, ο πόθος της άνοιξης, η οργιαστική πρωτομαγιάτικη φύση, πόλεμος και ιστορία-το Μνημείο με τα πολλά ονόματα: «1910 – επί Τουρκίας», Σεπτέμβρης του ’41: η μέρα της σφαγής, «Οκτώβριος ή Νοέμβρης του ΄53», ο εξολοθρεμός των Εβραίων της Δράμας.
Πρόκειται για πραγματολογικό θησαυρό, ποιητικό ορυχείο των δεκαετιών 1940 και 1950, στο βόρειο γεωγραφικό στίγμα του συγγραφέα. Πυκνό ποιητικό ισοδύναμο γιγαντικών μυθιστορικών απεικονίσεων τύπου «Σκηνών επαρχιακού βίου». Αν η ποίηση δεν έχει τη δυνατότητα να αφομοιώνει γλωσσικά τα πράγματα και τον καιρό της, να μαρτυρεί γι’ αυτόν σαν καλός ρεπόρτερ, με τα δικά της μέσα, γιατί να υπάρχει; Γιατί να υπερέχει; Έχει κανέναν άλλο ρόλο; Κάποιοι κοίταξαν κάποτε πριν από κάμποσους αιώνες το φεγγάρι στην πρώτη φάση του στον ουρανό και έφτασε ως εμάς η περιγραφή τους στους στίχους τους και την επιβεβαιώνουμε κάθε φορά: «Δρεπάνι και ωραίο καινούργιο σίγμα τ’ ουρανού» το περιγράφει ο Αισχρίων, «Φέγγε μας, δικέρατο φεγγάρο» ο Φιλόδημος, και οι δυο στην Παλατινή Ανθολογία.
* «Τα γόνατα της Ρωξάνης» είναι ο τίτλος συλλογής ερωτικών ποιημάτων (1981) του Νάσου Βαγενά.