Στο σπίτι του Λαμαρτίνου, Φιλιππούπολη. Φωτογραφία Μίμη Σουλιώτη
Γνώθι καιρόν
24-01-2018

Χαμένος στο έναστρο στερέωμα ο καιρός. Όπου καιρός, είναι η ευκαιρία. Έχει πολλά χρόνια που μας κάλεσαν, με τον Μίμη, να δεβάσμε (ποντιακό εν αβούτο) ποιήματα στην Φιλιππούπολη, στο Πλόβντιβ. Παίζοντας, του λέω «Σουλιώτα, γίνεται να τα παρουσιάσουμε στα εντόπικα, στα νιζνάμικα, να κόψουμε αντιδράσεις;». Γινόταν, πώς δε γινόταν. Φτιάχτηκαν οι μεταφράσεις και περάστηκαν σε ελλένικος, να ξέρουμε πού να τονίζουμε. Όπως τα καραμανλίδικα έμοιαζαν κείμενα, με ελληνική γραφή και άλλο ιδιόλεκτο.

Μείναμε στο σπίτι του Λαμαρτίνου. Είχαν μαζέψει όλα τα παλαιά έπιπλα της χώρας, τα αυθεντικά. Είχαν ένα γνώρισμα: ήταν μια σταλιά. Καναπέδες, πολτρόνες, κομότες. Ανάλογες με το μπόι αρχαίων πληθυσμών. Ή όπως έδειχναν στην Αγγλία οι πανοπλίες- θαρρείς και ήταν για παιδούδια. Μόνο του Ερρίκου του γνωστού ήταν θηριώδης.

Οι ποιητές, αβροί, ευγενείς. Ήρθε η σειρά μας και απαγγείλαμε. Ένα μούρμουρο και μια ανησυχία. Σου λέει «οι γκραίκοι κατάλαβαν και κάτι μαγειρεύουν». Θεωρούσαν τους εκτός χώρας σθλαβίζοντες υποψηφίους εδικούς των. Αλλά εμείς παίζαμε, δεν θελήσαμε να το καταλάβουν.

Το βράδι μείναμε Σόφια, στο παλαιό το «Σόφια» έναντι του Τσουμ. Είχα να πάω έτη πολλά, τότε ήταν ο Ζίφκωφ. Θυμόμουνα ξενοδοχείο βαρύ, καλοφτιαγμένο, με ένα καζίνο λαμπρό. Βρήκαμε ένα χάλι απερίγραπτο. Και το καζίνο ήταν στο ισόγειο, μια γωνίτσα σε σταυροδρόμι. Με κάτι σκαλάκια. Πολλοί ληστές μονόχειρες, μόνον ένα τραπέζι, με φθαρμένη τσόχα, βυσινιά. Και δεν είχε μπαρ. Τίποτε. Μόνο κάτι πιατάκια με κασκαβάλι και μπαγιάτικο ψωμί, καρφωμένα με οδοντογλυφίδες.

Στην τσέπα, από πενήντα ντολάρες. Μπαίνουμε και έκοψα χασομέρηδες φουσκωτούς, μυστικούς και κακοντυμένους σαν ταπετσαρία ολόγυρα. Πελάτης κανένας, εξόν εμείς. Λέω στον Μίμη «ογλήγορα να φύγωμεν, να πίωμεν καφέ έξω στα τραπεζάκια, νωρίς να κοιμηθούμε». Τηράει κι αυτός, σκιάχτηκε ωσαύτως.

Πήραμε μάρκες για δέκα δολάρες, ποντάραμε λίγα, κερδίσαμε. Δοκιμάζαμε μονά ζυγά, μονές στήλες λίγα σεβαλιέ, πάλε κερδίζαμε. Του λέγω «δεν λένε να χαθούν τα σκασμένα, βάζε σε απίθανα». Συμφώνησε, αλλά η τύχη δε μας άφηνε. Αρχίσαμε τα μεγάλα περμπουάρ, να μην έχουμε μεγάλες πονταρισιές, γύρω μαλάκωσαν. Όταν επιτέλους, μετά μισή ωρίτσα, μείναμε στα λεφτά μας, μοιράσαμε κάτι μάρκες και βγήκαμε σώοι, γελαδεροί και ευσταλείς. Ακόμη μια ιστορία να χάνεις την ώρα σου στα ελληνόμπαρα.

Ακόμη οι γκραίκοι δεν κατάλαβαν  τι είναι τα Μπαλκάνια. Κι ας περνάνε τα χρόνια ωσάν τα ξυλοκούκκουδα.

Χαμένος στο έναστρο στερέωμα ο καιρός. Όπου καιρός, είναι η ευκαιρία.