Εισαγωγή στο ομώνυμο φωτογραφικό λεύκωμα του Δημήτρη Ταλιάνη (1992)
Γη της Μακεδονίας 6/7
12-03-2018

 

ΣΚΛΑΒΗΝΙΕΣ

Ένα μεγάλο νεφέλωμα λαών υπό την εξουσία των Αβάρων διαδέχεται πέραν του Ίστρου το ουννικό νεφέλωμα. Το Βυζάντιο αποδύεται σε σκληρότατους αγώνες για να κρατήσει τα σύνορά του στον Ίστρο. Οι Άβαρες πιέζουν ασφυκτικά τις βόρειες επαρχίες και η Θεσσαλονίκη γιγαντώνεται, διότι μετατρέπεται σε καταφύγιο των αποφύγων από ολόκληρη τη βόρεια περιοχή, καθώς και άλλες μακεδονικές πόλεις. Ο αρχαίος ρωμαϊκός ιστός των πόλεων και των επαρχιών, όπως διδάσκει ο συνέκδημος τού Ιεροκλέους, αλλά και τα πολλά ρωμαϊκά οδοιπορικά, διατηρείται ακόμη αλώβητος. Οι Άβαρες επιχειρούν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, αλλά αποτυγχάνουν. Το Βυζάντιο, που τώρα έχει να αντιμετωπίσει κυρίως τους Άραβες στην Ανατολή, εκμεταλλεύεται την παρακμή των Αβάρων χρησιμοποιώντας με ευρύτητα πνεύματος τα σύνορά του, παρεμβάλλοντας φιλικούς λαούς που ζητούν συνεργασία μέσα στους πληθυσμούς του και στρέφοντας τούς αντιπάλους του τον έναν εναντίον του άλλου. Τα στρατηγικά κείμενα της εποχής και τα κάπως μεταγενέστερα είναι μνημεία διπλωματίας και ευθυκρισίας, οδηγοί πολλαπλών γνώσεων και αποφάσεων.

Η πολεμική αναστάτωση στην καρδιά της χερσονήσου του Αίμου, επί δύο σχεδόν αιώνες, δημιούργησε στα βόρεια της Μακεδονίας ένα νεφέλωμα ανθρώπων με διαφορετικούς στόχους και προορισμό. Υπήρχαν τα συγκροτημένα γένη επωνύμων λαών, που ζήτησαν να γίνουν υπόσπονδοι εντός των βυζαντινών συνόρων, για να γλιτώσουνε τον όλεθρο. Κάποτε, μερικοί από αυτούς έγιναν εχθρικοί. Υπήρχαν οι πληθυσμοί που κάποτε υπηρετούσαν το Βυζάντιο, αλλά, με την αβαρική κατάκτηση και την έκλειψη της δύναμής τους, μετατράπηκαν σε απελπισμένους πρόσφυγες χωρίς προοπτική. Το φαινόμενο δεν έχει μελετηθεί αρκετά, διότι κυριάρχησε ενωρίς η άποψη πως, εντέλει, επικράτησαν στους βόρειους τόπους οι Σλάβοι και επομένως οι άνθρωποι αυτοί ακολούθησαν μια κοινή μοίρα. Με τον τρόπο αυτό, και βοηθούσης μιας στενής ερμηνείας αγιολογικών και ιστορικών κειμένων, επικράτησε η εντύπωση ότι μεγάλο μέρος της Μακεδονίας κατακτήθηκε από Σλάβους, που αποτέλεσαν ένα σταθερό κομμάτι της πληθυσμιακής της οντότητας.

Νομίζω ότι μέσα στην προϊούσα τρέλα των ημερών, όταν βασίλευε ο Ηράκλειος και αργότερα, υπήρξαν λαοί σλαβικοί, καθώς οι Κροάτες, που ζήτησαν και βρήκαν καταφύγιο μέσα στην αυτοκρατορία. Η πλειοψηφία των υπολοίπων γενών μικρή σχέση είχε με τους Σλάβους. Υποστηρίζω την άποψη αυτή, διότι, κατά τη γνώμη μου, άλλο Σλάβοι και άλλο Σκλαβηνοί. Το «Σλάβος» είναι επώνυμο συγκεκριμένης γεωγραφικής και πιθανόν φυλετικής προέλευσης, ενώ «Σκλαβηνία» είναι συγκεκριμένη διοικητική περιοχή, την οποία κατοικούν οι «Σκλαβήνοι», πρόσωπα από ποικίλους φυλετικούς χώρους, όπου οι λατινόφωνοι και οι ελληνόφωνοι είναι μεγάλο ποσοστό, και οι οποίοι χρησιμοποιούνται από το Βυζάντιο για να αποικίσει και να οργανώσει πάλι τα απορρυθμισμένα του μέρη. Είναι αδιανόητο αλλιώς να υποθέσουμε ότι το Βυζάντιο έβαζε Σλάβους, δηλαδή ξένους, σε κλεισούρες και σε δυσχωρείες, σε περιοχές όπως ο Στρυμόνας και η Εγνατία Οδός, μόνο και μόνο για να δυσκολεύουν τις συγκοινωνίες του. Οργάνωνε σ’ αυτά τα μέρη Σκλαβηνίες, δηλαδή, αποφύγους του παλαιού αβαρικού κράτους, Ρωμαίους παλαιούς αιχμαλώτους, πρόσφυγες από βόρειες περιοχές. Ειδικά επειδή η Μακεδονία αποτελούσε και το κλειδί της αμυντικής οργάνωσης του Βυζαντίου στη Δύση, οργάνωσε Σκλαβηνίες που βαφτίστηκαν χώρες των Στρυμονιτών, των Σαγουδάτων, των Δραγουβιτών και των Ρυγχίνων.

Τι έγιναν οι Μακεδόνες εκείνα τα χρόνια, ποια η δομή των Σκλαβηνιών και τι σήμαιναν για τη χώρα; Η απάντηση νομίζω ότι βρίσκεται σ’ ένα όχι πολύ γνωστό κείμενο, πάλι του Ιωάννη του Λυδού: «Οι Ρωμαίοι λέγουν τίρωνες τους ταπεινούς, όπως θεωρούμε εμείς τους Τριβαλλούς, αλλά και ο Αρριανός τούς Βέσσους, στο περί Αλεξάνδρου βιβλίο του. Διότι αυτοί προσφέρουν τους εαυτούς τους, εξαιτίας και μόνης της φτώχειας τους, στους στρατιώτες για να τους υπηρετούν˙ δεν μπορούν να θεωρηθούν στρατιώτες και να συμπεριληφθούν στην οργάνωση του στρατού δια το πτωχόν της τύχης και το άπειρον της μάχης».

Αυτοί οι απελπισμένοι άνθρωποι με τις οικογένειές τους, γνωστοί από παλιά στο ρωμαϊκό στρατιωτικό σύστημα, επειδή διογκώθηκαν πολύ με τις πρόσφατες στρατιωτικές ατυχίες, οργανώθηκαν από τους Βυζαντινούς και συγκρότησαν, άνθρωποι σαν κι αυτούς, τις Σκλαβηνίες. Έτσι μόνον εξηγείται ότι οι πηγές δεν αναφέρουν κάποιο βίαιο εποικισμό ή επίθεση, κάποια εγκατάσταση. Αυτό που αναφέρουν είναι εντέλει το σωστό. Ιδρύθηκαν Σκλαβηνίες όπου ήρθαν πρόσφυγες και εγκαταστάθηκαν. Οι μόνες επιδρομές που έγιναν αναφέρονται ρητά από τους ιστορικούς. Ήταν πάντοτε επικεφαλής Γότθοι ή Ούνοι ή Άβαρες. Οι Σέρβοι, οι Κροάτες και οι άλλοι σλαβικής προέλευσης λαοί εγκαταστάθηκαν σε άλλους τόπους, εκεί όπου και σήμερα βρίσκονται‧ το Βυζάντιο εγνώριζε πάντοτε την εξέλιξή τους. Συγκροτημένος σλαβικής καταγωγής λαός δεν εγκαταστάθηκε, κατά τα παραπάνω, ποτέ στη Μακεδονία.

Όταν δημιουργήθηκαν οι Σκλαβηνίες, έγιναν αμέσως προστριβές. Οι Σκλαβήνοι λειτουργούσαν σαν παραπονεμένοι υπήκοοι και όχι σαν ξεχωριστό έθνος. Ήταν άξιοι στην κατασκευή μονόξυλων (όχι βέβαια ότι τα εφηύραν, αφού στα χρόνια του Φιλίππου και του Δημοσθένη κυκλοφορύσαν στη λίμνη Βόρβορο και στο Λουδία), καθώς και στις ενέδρες. Θεωρούνταν καλοί τοξότες. Διεκδικούσαν την αυτονομία τους, πιθανόν διότι τέτοιες ήταν οι αρχικές τους συμφωνίες με τους Βυζαντινούς. Εξεγείρονται συχνά, διότι αισθάνονται ότι αδικούνται και όχι διότι θέλουν να ιδρύσουν δικό τους κράτος. Οι αρχηγοί τους ντύνονται όπως οι υπόλοιποι Βυζαντινοί. Τα σπίτια τους τα λένε «κάσες» από τα λατινικά. Τα ονόματα που διασώθηκαν έχουν λατινική προέλευση. Οι Δρογουβίτες ζούνε στα βορειοδυτικά της λίμνης των Γιαννιτσών. Οι Σαγουδάτοι πιθανόν στα νοτιοανατολικά της. Οι Ρυγχίνοι μάλλον περί το Γαλλικό ποταμό, αν και η τρέχουσα άποψη είναι ότι ζούνε στην περιοχή της Ρεντίνας. Οι Στρυμονίτες κατά μήκος του Στρυμόνα.

Για να συντομεύουμε, οι Σκλαβήνοι είναι υπήκοοι του Βυζαντίου, που ο τρόπος εγκατάστασής τους δημιούργησε στην αρχή κάποιαν αταξία. Μέσα στους αιώνες έβδομο και όγδοο μερικές αστυνομικές εκστρατείες τούς εντάσσουν απολύτως στη βυζαντινή κρατική μηχανή.

Οι Μακεδόνες σ’ αυτή την περίοδο -όσοι δεν έχασαν τους τόπους τους από τους πολέμους- διατηρήθηκαν στα κάστρα τους και στα οχυρωμένα μέρη. Αλλά, βέβαια, οι σεισμοί, οι πόλεμοι και η αστυφιλία δημιούργησαν τελείως διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης. Σ’ αυτούς τους παράγοντες οφείλεται η εγκατάλειψη αρχαίων οικισμών και η δημιουργία νέων, διαφορετικής κλίμακας, κοντά στους παλαιούς. Τα παραδείγματα στη Μακεδονία αφθονούν.

Ο πραγματικός κίνδυνος για τη βυζαντινή Μακεδονία ήρθε από την προσπάθεια να ιδρυθεί ένα τελείως νέο κράτος, το Βουλγαρικό, μέσα στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Ο κίνδυνος, δηλαδή, δεν ήταν από ενδεχόμενη εθνική αλλοίωση, αλλά, από το φρόνημα. Επειδή, ήδη το βουλγαρικό κράτος αποτελούνταν κατά πλειοψηφία από πληθυσμούς ποικίλους, που τώρα άρθρωναν τον κρατικό τους λόγο, άρχισαν να έλκουν όσους από τους Σκλαβήνους δεν ήταν χριστιανοί ή είχαν σχετικά χαλαρή σχέση με τον ελληνορωμαϊσμό.

Την κατάσταση εξηγεί περίφημα το χωρίο του Καμενιάτη, στην αρχή του δεκάτου αιώνα: «Η πεδιάδα ανάμεσα Θεσσαλονίκη και Βέροια περιέχει και κώμες κατοικημένες από ανθρώπους που λέγονται Δραγουβίτες και Σαγουδάτοι. Απ’ αυτούς άλλοι είναι πιστοί στο Βυζάντιο, ενώ, άλλοι δίνουνε τους φόρους τους στο γειτονικό έθνος των Σκυθών, που δεν βρίσκεται και μακριά».

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΟΡΕΙΑ

Η Μακεδονία κατά τα χρόνια αυτά έγινε ένα σημαντινό ορμητήριο των Βυζαντινών εναντίον των Βουλγάρων. Εγκαταστάθηκαν στην κεντρική περιοχή οι Βαρδαριώτες ως ένας φραγμός, άνθρωποι πιστοί στο Βυζάντιο και με υπεύθυνη θέση στο Παλάτι. Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων προχώρησε, έστω και εις βάρος ενός ενδεχόμενου μελλοντικού εξελληνισμού. Τα χωριά που γνωρίζουμε σήμερα στη Μακεδονία εμφανίζονται από τότε μέσα από το ιστορικό σκοτάδι, χάρη στις πολύτιμες πληροφορίες των αγιορείτικων αρχείων. Αναπτύσσεται το Άγιον Όρος, η πολιτεία των μοναχών, η σοβαρότερη πολιτιστική χειρονομία από τον καιρό της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Η Θεσσαλονίκη, η Βέροια, η Έδεσσα, η Ρεντίνα, η Ιερισσός, η Δράμα, η Ζίχνα, η Χριστόπολη ακμάζουν. Κι όταν ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος υποτάσσει το βραχύβιο βασίλειο της Πρέσπας, η Μακεδονία ζει την πιο σημαντική περίοδο από την εποχή των αρχαίων βασιλέων της.

Τόσοι αιώνες μεταλλαγών επιτρέπουν ακόμη μια βιαστική ματιά στη νέα κατάσταση. Στη νέα Μακεδονία κυριαρχούν τα μεγάλα αυτοκρατορικά κάστρα. Κάθε κάστρο είναι πια διαμορφωμένο πέριξ σε πόλη. Μοναστήρια βρίσκονται παντού. Φτωχοί και πλούσιοι ζούνε με βάση αυστηρούς νόμους και κτηματολόγια οργανωμένα πολύ καλύτερα ακόμη κι από σήμερα. Γύρω υπάρχουν τα χωριά, αντίστοιχα με τα σημερινά˙ τα κυβερνούνε πρωτόγεροι. Υπάλληλοι του κράτους περιτρέχουν την ύπαιθρο. Η στρατιωτική οργάνωση είναι ικανοποιητική. Νέες καλλιέργειες, νέες μέθοδοι εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, χάρη στα ρηξικέλευθα μοναστήρια, αυξάνουν τον πλούτο. Παντού ο Μακεδόνας περιστοιχίζεται από μηχανές. Οι νερόμυλοι αντικαθιστούν την ομαδική εργασία και η παραγωγή αυξάνει κατακόρυφα. Ο εκκλησιαστικός βίος γνωρίζει λαμπρότητα που είχε να απολαύσει από την παλαιοχριστιανική περίοδο.

Αλλά, η κατάσταση μετά την εποχή των Κομνηνών σκοτεινιάζει. Εθνικοί ανταγωνισμοί, η αδυναμία του κεντρικού κράτους και οι Σταυροφορίες φέρνουνε τη Μακεδονία σε μια κατάσταση ιδιότυπη, όπου την κυβερνούνε αλλού τοπάρχες αυτόνομοι και αλλού κρατικοί υπάλληλοι. Η Θεσσαλονίκη λεηλατείται από τους Νορμανδούς στο τέλος του δωδέκατου αιώνα˙ αργότερα, Φράγκοι βασιλιάδες την κυβερνούν κατ’ ουσίαν ή κατ’ όνομα.

Στα χρόνια των Παλαιολόγων, και μετά πέντε αιώνες, ο χώρος δεν παρουσιάζει σπουδαίες διαφορές από την περίοδο του όψιμου μεσαίωνα, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών. Σχεδόν όλοι οι σημερινοί οικισμοί του τόπου είναι τουλάχιστον παλαιολόγειοι. Οι πύργοι, οι ναοί, τα εργαστήρια, τα μοναστικά κελύφη, κρήνες, υδραυλικά έργα, αγωγοί, τείχη, κατοικίες: μόνο στην κεντρική Μακεδονία διασώζονται σε αριθμούς που εντυπωσιάζουν. Και στα καφενεία των χωριών υπάρχουν πλήθος οι άνθρωποι με ονόματα και παρονόματα προσόμοια με των προγόνων τους του δεκάτου τετάρτου αιώνα.

Οι τέχνες γνωρίζουν στη Μακεδονία πρωτοφανή άνθηση. Εκτός από τα μεγάλα κέντρα, αστικά και μοναστικά, που γεμίζουν εικόνες, χρώματα, απόψεις, φιλοσοφία, λογοτεχνία, οι βόρειοι γείτονες, μέσα στα φεουδαλικά τους σχήματα, παίρνουν από τη Θεσσαλονίκη όχι μόνον τους τρόπους της έκφρασης, αλλά και τα καλλιτεχνικά μεσα. Στα μέρη όπου ήκμασαν οι Βασίλειος ο Ομολογητής, Ευθύμιος ο νέος, Αθανάσιος της Λαύρας, οι Κύριλλος και Μεθόδιος και ο Ευστάθιος, τώρα ομολογούνται οι Χούμνοι και οι Παλαμάδες, οι Πανσέληνοι και οι Αστραπάδες. Και τα αγιορείτικα πρακτικά είναι κατάφορτα με τον ιδιωτικό βίο των Μακεδόνων, τις καθημερινές τους ασχολίες και τα παράπονα: η διαμάχη για μιαν ελιά, ήμουν πλούσιος και δυστύχησα, παραδίδω το έχει μου σ’ αυτό το μοναστήρι, τέτοια πράγματα.