ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ
Στο ιστορικό προσκήνιο των πραγμάτων της νότιας Ελλάδας οι Μακεδόνες μπαίνουν κυρίως στη βασιλεία του Αλεξάνδρου του πρώτου. Ο Αλέξανδρος, υποχρεωμένος να δεχτεί την επικυριαρχία των Περσών, ασκώντας μια ευφυή πολιτική υπέρ της πατρίδας του, κατάφερε να φτάσει τη Μακεδονία στο Στρυμόνα, να αποκτήσει κάποια δυνατότητα εξάπλωσης ακόμη πιο ανατολικά και κυρίως να διεκδικήσει από τους άλλους Έλληνες το μερίδιο από την κοινή ενωτική χαρά. Σ’ όλη τη διάρκεια των Μηδικών, βοήθησε το συμμαχικό στρατό με πολύτιμες πληροφορίες, που χρονικά εκτείνονται από τη διάβαση του Ξέρξη στον Όλυμπο, έως τη μάχη των Πλαταιών. Φυσικά, η μικροψυχία μετά τη νίκη έκαμε το θαύμα της κι εδώ. Η μοίρα του Μιλτιάδη μετά το Μαραθώνα, του Θεμιστοκλή μετά τη Σαλαμίνα και του Παυσανία μετά τις Πλαταιές δεν μπορούσε να είναι διαφορετική για τον Αλέξανδρο της Μακεδονίας, που, επιθυμώντας να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς αγώνες αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει ένσταση (την οποία ευκολότατα κέρδισε), ότι τάχα δεν μπορεί να λάβει μέρος ως ετερόχθων!
Ας παρεμβάλλω την άποψή μου: ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ελληνικού πνεύματος -ή, για ν’ ακριβολογούμε, της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας- είναι η ευκολία με την οποία αμφισβητείται η αρμοδιότητα των συνελλήνων λόγω αρνήσεως της καταγωγής τους. Όταν οι Έλληνες βρίσκουν δύσκολο να επιχειρηματολογήσουν, κρίνουν τον αντίπαλό τους αναρμόδιο λόγω αλλοδαπής καταγωγής. Είναι ένα φαινόμενο που παρουσιάζεται με ιδιαίτερη ένταση και επιμονή όλα αυτά τα χρόνια, και βέβαια ακόμη και σήμερα. Σχεδόν όλοι οι Έλληνες έχουν κατηγορηθεί από άλλους Έλληνες ως Ιταλοί, Τούρκοι, Βούλγαροι κ.λπ. Θα επιθυμούσα να είχαμε τη λεπτότητα να διαβλέπουμε το σκωπτικόν του πράγματος και να μην παίρνουμε τοις μετρητοίς κάθε κραυγή αγανάκτησης που μας παραδόθηκε στο παρελθόν.
Η μεγάλη διπλωματική και στρατιωτική ικανότητα του Αλέξανδρου δαπανήθηκε, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, στο θέμα του αθηναϊκού αποικισμού της εκβολής του Στρυμόνα. Η έκλειψη των ασιατικών δυνάμεων από την περιοχή και η δραστηριότητα των πλουσίων ελληνικών αποικιών στη Χαλκιδική χερσόνησο, μαζί με τη δύναμη της Θάσου, έπεισαν την αθηναϊκή ηγεμονία ότι το κλειδί στη «Θρακική» πολιτική της θα πρέπει να είναι μια ισχυρή πόλη κοντά στην εκβολή του Στρυμόνα, πράγμα που για τους Μακεδόνες ήταν απαράδεκτο, διότι σταματούσε την προς ανατολάς εξάπλωσή του. Τρόπαιο βέβαια για όλους ήταν το χρυσάφι του Παγγαίου και της θασιακής περαίας. Οι Αθηναίοι υπέταξαν τη Θάσο και κατάφεραν εντέλει να συνοικίσουν την περιβόητη Αμφίπολη. Αλλά, όταν ο Περδίκκας κατάφερε να ενώσει όλους τους Μακεδόνες υπό το σκήπτρο του, άρχισε, λίγα χρόνια πριν την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου (που επί πολλά χρόνια είχε ένα πολύ εκτεταμένο μέτωπο σ’ όλες τις μακεδονικές παραλίες), μια ιδιαίτερη πολιτική και στρατιωτική δραστηριότητα, που είχε αποκλειστικό σκοπό να περισώσει η Μακεδονία την ανεξαρτησία της και ενδεχομένως να κερδίσει σημεία σε βάρος των αντιπάλων της.
Ο Περδίκκας όντως άσκησε μια πολιτική φαινομενικά επαμφοτερίζουσα, αλλά, αν αυτή εξεταστεί σύμφωνα με τα μακεδονικά συμφέροντα της εποχής, φαίνεται ότι ο βασιλιάς αυτός έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε με τα μέσα που διέθετε. Στην αρχή ήταν σύμμαχος των Αθηναίων, αλλά, όταν αυτοί υποψιάστηκαν την πολιτική του έναντι των αποικιών, έστρεψαν εναντίον του ένα διεκδικητή του θρόνου και μια τεράστια θρακική στρατιά, που ταλαιπώρησε την ανατολικά του Αξιού Μακεδονία για ένα μήνα. Τελικά, οι Θράκες του Σιτάλκη ήταν πάρα πολλοί και επίφοβοι για όλους τους Έλληνες, εχθρούς και φίλους, οπότε ο Περδίκκας κατάφερε με διπλωματικό τρόπο να απαλλαγεί από την παρουσία τους. Αργότερα, συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες και οδήγησε το Βρασίδα σε ατυχή εκστρατεία εναντίον των Δυτικομακεδόνων που είχαν αυτοτελείς βασιλείς. Όταν πέθανε, είχε ήδη καταφέρει να μη μειωθεί το μακεδονικό κράτος μέσα στην πολυποίκιλη περιπέτεια του μεγάλου πολέμου.
Ακολούθησε η εποχή του Αρχελάου. Γι’ αυτόν γνωρίζουμε πολλά και επαινετικά. Έκτισε τείχη και ανίδρυσε πόλεις, κατασκεύασε δρόμους, οργάνωσε το κράτους, μετέφερε την πρωτεύουσα από τις Αιγές στην Πέλλα, δαπάνησε τεράστια ποσά για την καλλιτεχνική ζωή στη Μακεδονία, κάλεσε τον Ευριπίδη και τον φιλοξένησε στα τελευταία του, καθώς και πλήθος ανθρώπους του πνεύματος, χωρίς βέβαια να αποφύγει τα δηκτικά πειράγματα ότι με τη δύναμη των χρημάτων του προσπαθεί να κερδίσει αλλότρια δόξα. Αλλά, αυτά λέγονται για κάθε νεόπλουτο. Σημασία έχει ότι στη Μακεδονία ο Ευριπίδης συνέθεσε τις εκπληκτικές Βάκχες και μια τραγωδία, τον Αρχέλαο, από την οποία σώθηκε μόνο η υπόθεση. Όσο για τα κτίσματα και τη ζωγραφική, η μετέπειτα εξέλιξη της τέχνης στη Μακεδονία, όπως διασώθηκε στους τάφους των Αιγών, δείχνει ότι ο Αρχέλαος δεν έκαμε επίδειξη, αλλά δημιούργησε μια χρησιμότατη υποδομή. Ο Ευριπίδης πέθανε στη Μακεδονία και αιώνες μετά έδειχναν τον τάφο του κοντά στην πόλη Αρέθουσα.
Ο μισός αιώνας που ακολούθησε έως την ανάρρηση στο θρόνο του Φιλίππου δευτέρου, ήταν για τη Μακεδονία καταστροφικός. Η Σπάρτη και μετά η Θήβα κυριάρχησαν παντού. Η Όλυνθος και η συνομοσπονδία των πόλεών της έγινε επίφοβος αντίπαλος. Η Μακεδονία είχε πλησιάσει στην υποτέλεια με όλους αυτούς τους αντιπάλους και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το άνθος των Μακεδόνων και ο βασιλιάς τους χάθηκαν σε μια μάχη με τους Ιλλυριούς.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Ο Φίλιππος, που νέος είχε περάσει μια περίοδο φιλόφρονος ομηρείας στη Θήβα, κατάφερε να συγκρατήσει όλους τους αντιπάλους και μέσα σε σχετικά μικρό διάστημα κατέλυσε τα κρατίδια της άνω Μακεδονίας, οργάνωσε λαμπρό στρατό, κατέλαβε την Αμφίπολη και την Όλυνθο, συγκρατήθηκε κάπως στην ανατολική Θράκη, πειθάρχησε τους ληστρικούς βόρειους γείτονες και αναμείχθηκε στα πράγματα της υπόλοιπης Ελλάδας με πρωτοφανείς ελιγμούς, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η μάχη στη Χαιρώνεια, η καταστροφή του συμμαχικού στρατού των αντιπάλων του κι η αναγόρευση του στην Κόρινθο ως στρατηγού ηγεμόνος των Ελλήνων εναντίον της μεγάλης ασιατικής αυτοκρατορίας.
Με τον Αλέξανδρο τον πρώτο, οι νότιοι Έλληνες είχανε μιαν ασαφή εικόνα ενός γενάρχη των Μακεδόνων. Με τον Αρχέλαο αισθάνθηκαν το γιγαντισμό και το μεγαλείο ενός ανθρώπου, που, ωστόσο, δεν καταλάβαιναν πώς ήταν δυνατόν να τρομάζει με μία έκλειψη ηλίου. Αλλά, ο Φίλιππος του Αμύντα είναι ο πρώτος Έλληνας που μπαίνει στη συλλογική συνείδηση όλων των Ελλήνων. Από τότε οι Έλληνες μακεδονίζουν ή αντιμακεδονίζουν. Κανένας άλλος έως τότε, με την εξαίρεση των Ολυμπίων θεών και μερικών ημιθέων, δεν απασχολεί όλον τον ελληνισμό, από τον ματαιόσπουδο και πολυτελή Κορίνθιο έως το λιτό και γυμνήτη Θεσπρωτό.
Ο Φίλιππος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πέλλα. Γνώρισε την Ολυμπιάδα στα μυστήρια της Σαμοθράκης. Ήταν γενναιότατος στις μάχες, και αυτό το μαρτυρούν πλήθος οι ουλές στο σώμα του, η χωλότητα και το ένα του μάτι. Γνώριζε άριστα την ευθύτητα και απλότητα των Μακεδόνων του. Σ’ έναν κόσμο που η διπλωματία θεωρούνταν ακόμη από πολλούς ανήθικη, δίδαξε διπλωματία ακόμη και σε επερχόμενες γενιές. Ήταν φιλήδονος άνθρωπος και έκδοτος στον πότο, αν και μια κουβέντα ενός φίλου, μετά τη Χαιρώνεια, τον έκαμε να συνέλθει και να εξαφανίσει τα σύνεργα της οινοποσίας από κοντά του. Ο βασιλιάς τον οποίο σέβονταν όλοι κάτω από τον Ίστρο, έκρυβε τα ζάρια κάτω από το στρώμα, όταν περίμενε την επίσκεψη ενός εταίρου που σεβόταν.
Το έργο του υπάρχει σε όλη τη Μακεδονία. Ανιχνεύεται στην Πέλλα και στους Φιλίππους: οι δόμοι που ασφαλίζουν την ανατολική πάροδο, ισόδομοι, με έναν αρμονικό εμβάτη, δείχνουν τις νέες αξίες στη Μακεδονία του Φιλίππου. Τώρα, δεν είμαστε ένα ακόμη γένος. Τώρα, είμαστε η κεφαλή των Ελλήνων. Ο Αλέξανδρος μιλάει για τον πατέρα του σ’ ένα ξέσπασμά του στην Ασία: «Ο πατέρας μου σας παρέλαβε φτωχούς και γυμνούς, να βόσκετε τα κοπάδια σας στα βουνά και να πολεμάτε τους γείτονες χωρίς επιτυχία. Κι αυτός σας έκτισε πόλεις και σας κατέβασε από τα βουνά στους κάμπους». Οι Μακεδόνες δεν μπορούσαν να ελέγξουν πόσο ανακριβείς ήταν οι κατηγορίες. Ήξεραν, όμως, πόσο δίκιο είχε ο Αλέξανδρος. Όντως, μετά το Φίλιππο, η Μακεδονία είναι το πρώτο απολύτως συγκροτημένο ελληνικό κράτος.
Γιατί λοιπόν αρκετοί, εκείνα τα χρόνια, θεωρούσαν τους Μακεδόνες βαρβάρους; Το ερώτημα είναι ρητορικό και πάντως μακριά από την εθνολογία. Οι Έλληνες ήταν έκπαλαι λαός με έντονη διασπορά, αλλά και με ιδιαιτερότητες ασυνήθιστες σε αντίστοιχους λαούς του παρελθόντος. Σε μακρινά Καρχηδονικά λιμάνια, σε αμμονησίδες βορείων ποταμών και στην ασφυξία των ασιατικών εγκατοικήσεων απαντούσαν παντού Έλληνες, εύστροφοι και κινητικοί. Η συνεχής κατατριβή τους με κάθε μορφής μικροπολιτική, τους οδηγούσε σε μια σκωπτική αντιμετώπιση των πιο σεμνών ή απλοϊκών γειτόνων τους, ακόμη κι αν ήταν ομόφυλοι. Ο Δημοσθένης ήξερε πού εστόχευε κατηγορώντας ως βάρβαρο το Φίλιππο. Έβρισκε βάρβαρους τους θεσμούς: βασιλιάδες, σεβασμός σε μακρινές και αγέρωχες τελετουργίες, άνθρωποι που εκφράζονταν μέσα από τα γένη κι όχι μέσα από την ψήφο.
Για τους αντιμακεδονίζοντες, η πρόταση ζωής που έθετε ο Φίλιππος έμοιαζε με ολοκληρωτικό εφιάλτη. Βέβαια, για τους άλλους μισούς Έλληνες, οι Μακεδόνες εκπροσωπούσαν την τάξη και την ευνομία: κοινοί στόχοι, στρατιωτική επάρκεια, δυνατότητες να εξαπλωθούν οικονομικά και πολιτιστικά πάνω στις πλούσιες βόρειες και ανατολικές εκτάσεις. Σύντομα, το μακεδονίζειν έγινε μία συγκεκριμένη πολιτική επιλογή. Οι τάφοι της οικογένειας του Φιλίππου και των εταίρων, που βρέθηκαν παντού στη Μακεδονία, δείχνουν ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν χρησιμοποιούσαν τον χρυσό όπως οι Πέρσες τους δαρεικούς, μήτε έλειπαν από τη ζωή τους οι τεχνικές λεπτομέρειες και η τέχνη.