Μετά τις 2 τα ξημερώματα στα σκυλάδικα της Εθνικής Πύργου – Πατρών, Αθηνών – Λαμίας, γραβάτες λύνονται για να δεθούν μεγαλύτεροι κόμποι στο λαιμό και καλοχτενισμένες γυναίκες ρίχνουν την χάρτινη ηθική τους και τις χρυσές τους αλυσίδες στην τσάντα για να αντέξουν το βάρος πιο ασήκωτων, άλλων. Μετανάστες εργάτες μετρούν τα ψιλά τους να δουν αν φτάνουν να τη βγάλουν κι αυτή τη νύχτα , μπίζνες στα Βαλκάνια, πιτσιρίκες που ισορροπούν σε δωδεκάποντες ανασφάλειες, ψευτοροκάδες που βρέθηκαν εδώ στα κρυφά. Ποτήρια που αδειάζουν , χέρια με λογοδιάρροια, κάπνα , μεταχειρισμένα γαρύφαλλα, άλλοθι μπόμπες, παρελκόμενη μοναξιά. Φιλμ ακαλαίσθητα, βουτηγμένα στην αλήθεια του καλύτερου σκηνοθέτη, η ζωή μου απόψε ντύθηκε λουλουδού , ο τραγουδιστής να ασθμαίνει ανάμεσα στα κουπλέ, εγώ να νομίζω ότι θα ξεψυχήσει στην πίστα, να ζηλεύω τους μουσικούς που εκτελούν χρόνο και μέτρο στα δέκα βήματα γιατί εδώ , κάθε παραγγελιά είναι κι ένας θάνατος, κάθε στροφή μια καψούρα κάθε λουλούδι ένας αποχωρισμός. Και κάπου γύρω στις πεντέμισι, σ’ αυτό το σφαγείο του ήχου, έρχεται η ώρα που κανείς δεν το παίζει άτρωτος και όλοι πιωμένοι θυμούνται. Όλοι σιωπούν, ακόμα και η παραφωνία σωπαίνει, κι η κακογουστιά, κι οι χριστοπαναγίες και τα γαμιόλη ξέρεις ποιός είμαι’γω. Ρέει στυφό το κρασί σε γυαλί θολό, έτσι, για να λέμε ότι φταίει το ποτήρι, κι όλοι κάνουν χορεύοντας τους απουσιολόγους. Νύχτα βαριά, λαϊκή, στο απόλυτο τίποτα, “Γαβ η αγάπη, γαβ ο Iούδας με το φυγαδευμένο βλέμμα του, Γαβ του κόσμου όλου οι αποστάσεις”. Πόνος after, πρώτο τραπέζι πίστα
*Aπο το “Άσημον” του Ελύτη