H θεία Ρίτσα, με τα τέκνα, τον ανηψιό της και γειτονόπουλα, 1949
Αστική ηθογραφία
29-10-2017

Μία των ημερών, πηγαίνω Κυριακή στης μάνας μου, να φάω και να παίξω στρατιωτάκια με τον αδρεφό μου, παλιμπαιδισμοί τρυφερών μπαγιάτηδων, και τις βρίσκω να μουρμουράνε πλέκοντας με την δική της αδρεφή, τη θεία Ρίτσα. Σκανιασμένες.

«Τι γίνεται, κορτσούδια;»τις πειράζω. Δεν αντέδρασαν όπως συνήθως με ένα «ου να χαθείς, σκασμένο» γελώντας.

Τελικά, έκριναν, χάνοντας κάθε τόσο μερικές θηλιές από την σύγχυση, τον μικρό αδερφό τους, τον Στέργιο, έναν σεμνό άνθρωπο. Τον έλεγαν Τσέλιο ή Κάβουρα. Ήταν το παρατσούκλι του. Ο πρωτότοκος, ο Πίδης (Ευριπίδης) ήταν  ο «παντρεμένος με τέσσερα παιδιά» (κι ας είχε μοναχογιό) ενώ της θειάς μου ποτέ δεν το ξεφούρνιζαν. Ήταν ο «Φου Μαντσού»,επειδή ήτανε τσαούσα.

Ήταν οι μέρες που η Πασόκα όριζε συντάξεις εθνικής αντίστασης και ο Τσέλιος δήλωσε πως θα έκανε αίτηση. Εργάτης στα άλευρα, πιτσιρικάς βοηθούσε αιχμαλώτους στον «Παύλο Μελά», στην Κατοχή, με μια ποδοσφαιρική ομάδα που είχανε ,οργανωμένοι ,και τους στέλνανε στο βουνό, βγάζοντάς τους με τους κάδους των σκουπιδιών. Είχε και παράσημο, από τους Σέρβους νομίζω.

Όλο το σόι, με ένα επίθετο: όχι αριστεροί, όχι ιδεολόγοι, όχι «στον αγώνα»: οργανωμένοι.  Μαρμαράδες, μηχανοδηγοί, στα αλεύρια, στον Τορνιβούκα, καφετζήδες, μοδίστρες, δασκαλίτσες, με καμμένο σπίτι, με αυλές και κρυψάνες για τη γραφομηχανή και τον πολύγραφο. Οργανωμένοι. Και να τες θλίβει ο Τσέλιος, που λαχταρούσε να τον χαιρετούν άτομα που εκτιμούσε ως άτομο με υπόληψη. Αυτό τις πείραζε. Κακώς εκτέθηκε. Κάναμε το καθήκον μας. Κι ο αδερφός μας θέλει θέση στις γιορτές. Δεν ήμασταν έτσι. Κι ο πατέρας μας πέθανε τυφλός, που λεφτά για καταρράκτη, και η μάνα μας δυο κάτια ,άφησε μια στιγμή τη σκούπα που σάρωνε, κάθησε σε μια καρέκλα και συχωρέθηκε.

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, αλλά με τα γυαλιά η πλέξη έβγαινε. Και μουρμούριζαν. Δεν ήθελαν να θυμούνται. Μήτε το τζιπ που έθαψαν στην αυλή, μήτε που ήρθε ο Ιμβριώτης από την Αθήνα και τον πήγαν στο κέντρο να τον παραλάβει η ΕΠΟΝ, μήτε ο πεταλάς που χούφτωσε τη θειά μου και τον βάρεσε στα μούτρα και γλύτωσε στο παρά ένα, μήτε οι βόμβες και η Οχράνα, οι προδότες και οι γραμμένοι σε άλλες ομάδες, αίμα τους, αλλά εχθροί. Ήταν εκεί στη σαλοτραπεζαρία και δεν ήθελαν μήτε τις κονκάρδες, μήτε διόλου τα κόκκινα περιβραχιόνια, και μήτε είκοσι δράμια λάδι και μήτε είκοσι λέβια. Ήθελαν να σβήσουν αθόρυβα, όπως σβήνει μια ουράνια σβήστρα τις μέρες και τις νύχτες τους , άηχες μέρες, αλλά γεμάτες βλέμματα και παρέες που δεν υπήρχαν πια. Και η γειτόνισσα που τους ρουφιάνευε από το παραθύρι της απέναντι, συγχωρεμένη κι αυτή.