Tο Σάββατο την ώρα που γινόταν ο γάμος της ακτιβίστριας και foodie Μέγκαν Μάρκλ και του Χάρι που μέχρι πρότινος του άρεσαν οι ξανθιές και είναι και πάνω κάτω το μοναδικό που γνωρίζουμε για τον κοκκινοτρίχη γαλαζοαίματο, την ώρα ακριβώς που το νυφικό των 200.000 δολαρίων -αν δεν με απατά το πορτοφόλι μου- περνούσε σαν χάδι λεχώνας στο βυζανιάρικο της πάνω από τα καλογυαλισμένα μάρμαρα του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου έπιασα το τιμόνι στα χέρια μου και βγήκα με μία μαύρη ρόμπα δεμένη κάτω από το στήθος μου και ένα μάλμπορο πακέτο στην τσέπη μου. Άρχισα να οδηγώ εκεί που το φωτεινό φως του Παντοκράτορα Ήλιου με χτυπούσε και νανούριζε την όραση μαγνητίζοντάς της, τυφλώνοντάς της, σαρκάζοντας την φτωχή δυνατότητα των ματιών μου.
Τα μάτια μου από την πολλή τηλεόραση είχαν γίνει κουμπότρυπες και από τους μικρούς αυτούς σωλήνες ξεχώριζα κάτι στο ορίζοντα σαν σκιές που έπαιζαν κρυφτό. Διαπίστωσα σύντομα δε πως μάρσαρα τη μηχανή της Τσέρι στη λεωφόρο Σχιστού.
Γύρω γύρω κατσαροί θάμνοι και ερημιά και στη διασταύρωση φορτηγά και οι ηλιακοί θερμοσίφωνες στις ταράτσες των γαμιστρώνων ξενοδοχείων να έχουν ανοίξει φαρδιά πλατιά τα σκέλια τους και να δέχονται το πέος αχτίδα ίσια ακριβώς στη μήτρα-μηχανισμό τους, τα γλυκά μου τα χαυνωμένα αλουμινένια τελάρα με τον ακόρεστο και απύθμενο τους στομάχι.
Με πιάνει φανάρι. Ο ήλιος να με χτυπάει κόντρα λες και του έφταιγα η μισότρελη. Εγώ να μην δίνω σημασία. Να κοιτάω μία το κόκκινο φανάρι, μία τον ήλιο κατάματα λες και δεν του χρωστούσα τίποτα. Και ανάμεσα στη θολούρα της καύσης της ασφάλτου, δύο γυμνά μαύρα πόδια σκαρφαλωμένα σε δύο κοθόρνους να έχουν πλαδαρέψει απότομα για την ηλικία τους και να επιδίδονται σε λικνίσματα. Οφθαλμόλουτρο από τον φορτηγατζή που μάλλον πήγαινε για φαγητό, αλλά είδα το λίπος το αναγεννησιακό που θέλει ζύμωμα και έκανε νόημα στην παραδείσια ύπαρξη να τον πλησιάσει.
Μέχρι να ανάψει το φανάρι πράσινο, να φιλήσει ο γαμπρός την πριγκίπισσα, να φωτογραφηθεί και το τελευταίο καπέλο στο γάμο της χρονιάς και να ανταλλάξουν όρκους αγάπης και φωτογένειας τα δύο ετεροθαλή μου αδέρφια στον απόχη του Brexit, οι δυo μασόνοι της μεσημεριανής λαγνείας έπρεπε ήδη να βέλαζαν πάνω στα τραχιά από το γάργιασμα σεντόνια.
Το βασιλικό απαύτωμα δεν θα γινόταν σήμερα με τέτοια κούραση από το σουαρέ, το μαχαιροπίρουνο, τη μπιγκόνια γόνο και την χαρτοπετσέτα σε σχήμα κύκνου από πολτοποιημένο βιολογικό χρυσάφι και κόπρανα χελώνας εμβολιασμένης με το ενέσιμο θωράκισμα κατά του ιού των πουλερικών. Θα έμενε αθώο και τιμώμενο το γεννητικό το όργανο.
H χαραμάδα της ζωής της πόρνης πάντως θα είχε πάρει το φλογοβόλο του και θα έσκιζε με την πύρινή του ιαχή τα χιλιόμετρα των εξαγνισμένων αντρών που θέλουν να πασπατεύουν με είκοσι ευρώ λησμονημένα κορίτσια από την αγορά εργασίας, το Ηνωμένο Βασίλειο και ας πούμε και τον πρίγκιπα Χάρυ.
Μέχρι να φύγω από το φανάρι μικρά αιλουροειδή φιδάκια χρώματος λευκού και χρωμοσώματος Υ και Χ μπαούλο από το ξύλο έτρωγαν κατάμουτρα τον λάτεξ τοίχο. Μπαμ, μπουμ οι κουμπουριές.
Σκόλασε ο γάμος.