Πάει καιρός που δεν αντέχω πια την πόλη. Ξεχαρβαλωμένες κόρνες, πόδια παντού, μάτια που ρημάζουν πάνω σε κολώνες της ΔΕΗ. Λαβωμένα περιστέρια στα αποτεφρωτήρια των φωταγωγών, μυξωμένοι τροχονόμοι της ηθικής ευταξίας με ράσα.
Κάθε μέρα στρίβω στον πεζόδρομο «Μάρκος Μπότσαρης». Πέφτω πάνω στα γαμψά νύχια ενός γέροντα καπνιστή. Έχει κρόκους αυγών αντί για κόρες ματιών και το καρό του βαμβακερό πουκάμισο γίνεται όλο και πιο σκονισμένο.
Μερικές φορές είναι τόσο λαμπερές οι μέρες που μου έρχεται να τρελαθώ από τις γκρι αντανακλάσεις του ήλιου. Μου έρχεται να χτυπήσω το κεφάλι μου σε όλους τους τοίχους, στα θεμέλιά των μαγαζιών, στις λαμαρίνες τους… να γεμίσει κόκκινο, βελούδο, ψαχνό εγκεφάλου, να πέσει το τοίχος, να καταπέσει ο κόσμος, να μπω στη θάλασσα που κρύβεται από κάτω, να γίνω μια κερένια κούκλα, να ζεσταθώ. Μερικές φορές μου έρχεται πραγματικά να τρελαθώ. Και όμως, δεν τρελαίνομαι. Και όμως ο άντρας με το πρωινό του τσιγάρο και το χτιστό του πρόσωπο και τα αποκόμματα για δέρμα κάθεται στο παγκάκι με το συνηθισμένο του απέραντο ύφος και εγώ περνάω από μπροστά του. Και είναι και αυτός εκεί και εγώ απέναντί του. Δυο έκπτωτοι νεκροί με ρήξεις χιαστών και μπουσουλάμε ανάμεσα στους καπνούς και τις ιδέες των ανθρώπων λες και θα βρούμε άκρη, λες και θα βρούμε έρωτα, λες θα βρούμε μόνιασμα.
Δεν είμαστε μειονότητα.
Έχουμε όλα τα εφόδια για να ανήκουμε στους πλουσιοπάροχους κόπι πέιστ υπανθρώπους, αλλά καταφέραμε κάτι παραπάνω από το να σφραγίζουμε τα μάτια μας μπροστά στο φως. Γιατί όποιος έχει άνθρωπο που ανήκει στο σπάνιο, το άλλο, το εκείνο, δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια μπροστά στους θλιμμένους ανθρώπους που βιάζονται καθημερινά από την δική μας δυσανεξία στις επιλογές. Ανθρώπινο δικαίωμα του πεθαμένου μου ήταν να μη ζει ξέχωρα από όλους και όμως οι δάσκαλοι, τα παιδιά, οι συμφοιτητές ήξεραν πως κάτι πήγαινε αντίστροφα με αυτό το αγόρι. Είχε κίτρινα μάγουλα, μικρή μυτούλα γαμψή που ίσα-ίσα ανάπνεε μέσα από τις τριχούλες των ρουθουνιών και χρειαζόταν άμεσα την βοήθεια των άλλων. Και οι άλλοι του γύριζαν την πλάτη. Τότε κατάλαβα ποτέ ξανά με εκείνους που ξεχωρίζουν.
Ανθρωπιά είναι να είσαι με όλους.