Με το παπόρον ρόδα ονόματι Μαχμουντία εξήλθεν εν Τεργέστη ο σέμπρος σας Νουκορουμάς και ήφερέν μου την είδησιν ότι πιάσατε πούνταν και χλομιάνατε, βυθίως εις ύπνον κατακειμένη και τον Οίκον των Λουντζαίων λίαν εμαράνατεν. Μοι είπεν πως οράματα δυστηνή ολημερής σας μαστίζουν και έχουτε φόβους αδηρίτους εν τη τρυφερά υμών καρδίαν.
Του έδωκα σύστασιν να πιάκει τον σπετσιέρην σιορ Σπυρέτουλαν ίνα σας παράσχη αφιόνι και όρνιθα να συβράσει καλά έως να μείνει το μισόν ζωμιν, και να φύγει ο ντουβρουτζάς, ο ίδρως και κουζουλάδα. Πλην αγωνιώ μη και δεν προλάβει, καθώς θα προηγηθή επίσκεψις του εις Πόλα και Ραούσιον, δια υποθέσεις του.
Όθεν σας γράφω την ρεβεράντζαν ταύτην ,σιόρα Ανεζινιώ, ελπίζων να σας αναθερμάνει η γνώσις ότι πούνταν της κολάσεως ήπαθα νέος και έβλεπα τον Βοναπάρτην εις την Έλβαν και σκηνάς βίου εκ της πόλεως Τυβίγγης και εθεραπεύθην δώκων μου ο ιητρός ψυχρόν αίμα νεροφίδας αναμίξ με μολόχας τουζλαμά και σβίγγον πεπλασμένον με κόνιν γρύλλων και μία αβδέλλαν.
Έτι ασθενών, μόλις εστάθην περίφροντις, εταξίδευσα παραληρών αφικόμενος εις γενέτειραν Κουτμητζιβίτσαν κι γραία μπάμπου δαρδάναν δωροδοκήσας, μάντισσαν δε,είπεν μοι ότι θα αγαπήσω εργολαβών νύμφην αβράν Ανεζινιούλα ονόματι και τον Χάρον ήθελεν έχωμεν πυξ λαξ εκδιώχθήναι εκ του βίου ημών.
Πακάλικον εσκόπευα να ανοίξω εν σλοβένων μαχαλάν, πλην κακούς συντροφίτας επιλέξας, τανύν οίκαδε λέγω να στραφώ. Μεγάλας ελπίδας τρέφω διότι η γενική κατάστασις θα βελτιωθεί και το έτος 1850 θα αποτελέσει σταθμόν εις την προκοπήν του Γένους, άρα και εις την κοινήν προσωπικήν ημών ευτυχίαν.