"Perseus and Andromeda" by Lord Frederic Leighton, 1891.
Ανδρομέδα
03-06-2018

Ο Πετάφερ γελούσε.

Όταν ο Πετάφερ είδε την Ανδρομέδα, του έκαμε καλήν εντύπωση, επειδή  στις ερωτήσεις του φαινόταν ότι έστριβε στον αέρα ένα νόμισμα πριν απαντήσει. Ήταν έτοιμη να ξεσπάσει βίαια. Κάθε φορά χαμήλωνε τον τόνο και η σιωπή της έσπαζε από μεγάλες εσωτερικές φωνές.

Κατέβηκε στο υπόγειο και είπε στις Εστιάδες: σας βρήκα μια νέα  Eστιάδα, που μου αρέσει μάλιστα πολύ. Εκείνες άφησαν να περάσει η χαρά του. Δεν είχαν καιρό να αναλύσουν τον Πετάφερ, αφού δεν τις άφηνε σε χλωρό κλαρί. Σε ξερά, όσα ήθελαν.

Η Λαλού γελούσε.

Μετά, ο Πετάφερ είχε την Ανδρομέδα  απέναντί του, στην πιο άβολη γι’ αυτήν θέση. Άρχισαν σποράδην βολές, συγγνώμη, κουβέντες για τέχνη, θέατρο, καλό γούστο, προσδοκίες νεότητας.Ο Πετάφερ αρχαιολογούσε μεγαλόφωνα, ελπίζοντας ότι ο έλεγχος που ασκούσε στις προθέσεις του θα παρέμενε αδιατάρακτος.

Αλλά όταν η Ανδρομέδα  ήρθε πλάτη ή πλάγια, σε έναν άλλο βωμό, ο Πετάφερ αν και προσεκτικός, δεν μπορούσε να εμποδίσει την ροή ενέργειας που έφευγε από τα μέλη του προς το δεξί της πλευρό. Μπορεί μάλιστα να μην ήθελε.

Η Ανδρομέδα γελούσε.

Οι Εστιάδες πρόσεχαν το βλέμμα του που άλλες τις αγκάλιαζε με ενδιαφέρον και προς άλλες ήταν βαρβαρώδες και στικτό. Απέναντι στην Ανδρομέδα το βλέμμα του ήταν λείο και η παρουσία της του δημιουργούσε χαρά. Η Ανδρομέδα δεν είχε αλλάξει. Ήταν πάντα έτοιμη να ξεσπάσει βίαια. Μερικές φορές δεν άντεχε και γελούσε τρανταχτά. Αλλά το ενδιάμεσο ποτάμι είχε ήδη σκεπαστεί με κλαδιά από τα ορεινά δάση.

Της έδινε βιβλία, της μιλούσε προσωπικά. Την προστάτευε, κατά την δική του ανιστόρητη άποψη, με πλήρη έλλειψη πατρικότητας. Πίστευε ότι ακόμη ένας πατρικός τύπος στην κοιλιά της Ανδρομέδας, θα έδινε κάτι σαν τη γέννηση της Αθηνάς: γέννηση από τον μηρό ενός λαθρόβιου φάσματος.

Η Λαλού γελούσε.

Ο Πετάφερ δεν δυσκολεύτηκε να ανοιχτεί στην Ανδρομέδα, επειδή της είχε εμπιστοσύνη.Του θύμιζε ένα κυνηγημένο αλλά πλουμιστό ζώο της λόχμης, μια αγριόγατα με ριγέ ουρά, που είχε βρει καταφύγιο σε λιγνιτορυχείο και ήταν μέσα στην ασβόλη.Της ενέγραψε, κάτι σαν υποθήκη, όλους τους μύθους που διέθετε, περιμένοντας να ξεσπάσει, να μην αντέχει, να προχωρήσει σε πρωτοβουλίες.

Αλλά η Ανδρομέδα προειδοποιούσε συνεχώς. Ολοένα και συχνότερα έκανε προαναγγελίες, βλέποντας, ως εστιάδα, το μέλλον. Και μάλιστα, προέλεγε το δικό της μέλλον, φωναχτά. Του θύμιζε ότι στην νηπιακή του ηλικία, για να αποφύγει ένα μάλωμα από τον πατέρα του, του είπε απειλητικά, τέλος του 1949, «θηρίος είμαι!» οπότε εκείνος γέλασε και υποχώρησε. Του θύμισε επίσης ότι ήταν άσσος της μετωνυμίας, και ότι ποτέ δεν παρακάλεσε να τον πάρουν στην αγκαλιά. «Κακός βόμος(=δρόμος)» έλεγε, δείχνοντας τις λάσπες. Και στα κόμικς που σχεδίαζε, οι καουμπόιδες του παραδίνονταν συνέχεια, κανένας δεν συνέχιζε την μονομαχία.

Η Ανδρομέδα γελούσε.

Επειδή ο Πετάφερ δεν είχε καμία απολύτως διάθεση να ευτυχήσει. Ήξερε ότι η ευτυχία φέρνει ένα πόνο που δεν άντεχε πια. Δεν του άρεσε τίποτε και ποτέ, βαριόταν συνεχώς για να μην υποστεί την ευτυχία της ζωής.

Και η Ανδρομέδα, συμφωνούσε σε όλα αυτά.Πέρασαν τη φάση του Ευαγγελισμού (γιατί, άγγελέ μου, επελέγην;) και έφτασαν πλησίστιοι στην φάση της συνωμοσίας (μου αρέσουν αυτά, κι εμένα, κι εμένα, δεν ξαφνιάζομαι, σε ξέρω, κι ας μη το λέω). Και στην τελετή των Χριστουγέννων, όπου μπροστά σε τέσσερις μαυροντυμένες Εστιάδες ο Πετάφερ αγκάλιασε την κάθε μια διαφορετικά. Την Ανδρομέδα ήθελε να την ενσωματώσει στο σκήνωμά του. Να την φιλοξενήσει με παιδική αμεριμνησία. Αλλά δεν ήταν εύκολο: ανάμεσα στον Πετάφερ και στην Ανδρομέδα δεν κυκλοφορούσαν κραδασμοί κάποιας εσωτερικής ειρήνης, αλλά ολόκληρο το καθημερινό σκουπιδαριό της τρέχουσας κινησιολογίας. Πού βρισκόμαστε, τι νοιώθουμε, πού πάμε, πότε θα πάμε, αν γίνει, τι θα γίνει, πότε θα τελειώσει. Δεν ήταν δυο παιδάκια μπροστά στην πάμφωτη βιτρίνα με τις καραμέλες. Νηστικοί και τρελαμένοι από την  αγλωσσία των νηπίων, θα επιθυμούσαν ουσιαστικά άλλοι να στρώσουν το τραπέζι, άλλοι να γυαλίσουν τα ασημικά. Νηστικοί, αλλά δεν πεινούσαν. Δάκρυζαν.

Η Ανδρομέδα γελούσε.

Τότε μπήκε στο κείμενο αυτό η ακράτεια των υπαινιγμών και το αναίτιο φούσκωμα της καρδιάς, που φουσκώνει μόνον αναίτια. Και ο Πετάφερ δήλωσε δημοσίως την εσωτερική του καρδιά, κι αρκετοί κατάλαβαν, ελέγχοντας τους κραδασμούς του, ότι ο ίδιος ήταν πάλι κυριευμένος από τον φόβο της ζωής. Του άνοιξαν πάλι, υπομονετικά το παράθυρο της διαφυγής : θα μπορούσε να πετάξει εαυτόν από το μπαλκόνι ή να διαλέξει όποιο μπαλκόνι ήθελε.Του έδειξε με προσοχή το εσωτερικό του, αλλά δεν δείχνεις στον ρακοσυλλέκτη τα ράκη για να τον χαλαρώσεις. Δεν του δείχνεις τίποτε. Τον βάζεις ως ήρωα σε ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι.

Το βράδι που ο Πετάφερ είδε το δέρμα της Ανδρομέδας, ήταν κυριευμένος από τα πράγματα που είχαν μέλλον ή παρελθόν, αλλά παρόν κανένα. Και η ίδια χανόταν σε έναν κραδασμό που έφτασε στην ακινησία. Οπότε έβαλε τα παπούτσια του και μετρούσε τα σπασμένα του πλευρά.

Οι Εστιάδες γελούσαν.

Ο Πετάφερ δεν ήθελε να βλάψει την Ανδρομέδα, αλλά ήθελε εκείνη να τον βλάψει. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα καταλάβαινε, πλην εξαιρέσεων, το βαθύ του σκοτάδι. Για μέρες, για ώρες,τον συνόδευε η πράσινη οθόνη του κινητού, πάντα δίπλα του, στον νιπτήρα, στην μπερζέρα, στο μυαλό του. Ο Πετάφερ ήταν έτοιμος να αποκρούσει κάθε ένδειξη αγάπης. Εκπαιδευμένος και πανέτοιμος. Δεν ήξερε και τίποτε άλλο. Ενας αόριστος εκθεσίας, χωρίς φιλοδοξίες πέρα από την απόλαυση της γραφής. Ενας άχρηστος βελζεβούλης. Ενώ η Εστιάδα αγαπούσε τους ανθρώπους και κυρίως ο πόνος τής άφησε κληρονομιά μια στιλπνή, κροκάτη κοιλιά που χώνευε τις πέτρες της χολής του .Ήταν χρόνια αφιερωμένη στα ιερά των ανθρώπων και οι άλλες γυναίκες της έδιναν μια ανάλαφρη μελαγχολία. Υπήρξε Εστιάδα, όπως και Ερινύα. Υπήρξε πηγή δακρύων και χρησμοδόχη της χαρμολύπης. Όταν ο προσωπικός της έρωτας με τον θάνατο άνθισε, ήταν έτοιμη για όλα.

Αλλά την περιέβαλαν άψητα παιδιά, ακόμη πιο άψητα κι από την κόρη του Πετάφερ. Αυτά, τα ερωτευμένα δι’ αντιπροσώπου πλάσματα, δεν άντεχαν το αγιάζι της ψυχής, την λίμπιντο κουλουριασμένη σαν τον Φιρούζ,το κάρμα εξαχρειωμένο σαν αταξία της Ραΐσα. Τσάκρας, ποια τσάκρας; Μόνη τους ελπίδα να δεχτούν συχώρεση, ποτέ από τον εαυτό τους.

Ο Πετάφερ γελούσε.

Η Ανδρομέδα ζήτησε επειγόντως να αρρωστήσει. Δεν το κατάφερε, επειδή οι ρόλοι που την δημιούργησαν ήταν πιο άβολοι κι από την ματιά της Εστιάδας. Ο Πετάφερ ζήτησε επειγόντως να τον πατήσει το τρένο και ελλείψει σιδηροδρομικής γραμμής, βάφτισε «τρένο» το στέρνο του και το πάτησε απαλά, ώσπου να ανακαλύψει το πρώτο κόκκαλο, βυθισμένο στην κοιλιά του αρχιτέκτονα.

Ο Χρόνος, έως τότε κρυμμένος και άρρητος, άρχισε να δείχνει το αποκρουστικό του πρόσωπο. Η Ανδρομέδα και ο Πετάφερ άρχισαν να λύνουν ένα σταυρόλεξο μοναχικοί, χωρίς την μοναδική τους παρηγοριά, την εύγλωττη σιωπή. Η σιωπή τους άρχισε να σκεπάζεται με ήχους.

Ο Πετάφερ ήξερε την λύση, την κρατούσε στα χέρια του, όπως ο θεός που δεν έχει όνομα, αλλά τον λένε Δία, κρατούσε τον κεραυνό του. Η λύση ήταν η αλήθεια που προκαλεί την απόλυτη πίκρα, όχι την δυστυχία, την μελαγχολία και άλλα καθησυχαστικά. Και μετά την πίκρα που μόνος του κατάπιε, άρχισε να γελά. Όχι ευτυχισμένος, αλλά χαρούμενος. Η κοιλιά του φούσκωσε σαν την ανέμη ενός Ζέππελιν και αυτός βάφτισε τον εαυτό του άγκυρα. Σε αυτήν την πτήση, θα ήταν ό,τι περιείχε ένα αμπάρι γκαζάδικου.Και θα περίμενε σιωπηλός να τον ανακαλύψουν και να του δείξουν τα παιχνίδια.

Ποιόν περίμενε; Η Εστιάδα δημιουργούσε αναμονές, δεν τις κάλυπτε. Η Ανδρομέδα έπρεπε να περάσει από μια ασύστατη στενωπό, βαφτίζοντας με νέα ονόματα τις αρχαίες άγνωστες λέξεις. Μία σπίθα από τα βλέφαρά της θα αρκούσε για να λυθούν τα μάγια, αλλά πώς να πεισθεί ότι ήταν μαγεμένη; Άρρωστη μόνον, έκθετη, με τα λόγια απαγορευμένα, με τις κινήσεις στον άνεμο.

Ο Πετάφερ γελούσε.

Η παρουσία της Ανδρομέδας στην ζωή του στάθηκε μια ωρολογιακή βόμβα που την ρύθμισε έτσι ώστε να σκάσει και έσκασε. Επειδή τον κάλυπτε ως παρουσία αόρατη και ορατή, άυλη και υλική παντελώς, μόλις κατάλαβε  την ιδιαίτερη σχέση της με τον χρόνο, φρόντισε να καθαιρέσει τον δικό του. Κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Όταν τον  άφησε να την  πλησιάσει ήξεραν  τις συγγένειες που τους έδεναν. Δεν έβρισκαν, και δικαίως, διαφορές.

Αλλά δεν ήθελε. Δεν θέλει. Δεν ήθελε. Απλά, γεωμετρικά και σταράτα. Ονειρεύτηκε έναν μύστη  που θα της επέβαλε μαγικά τα θέλω του που θα γινόταν δικά της θέλω χωρίς καμία πίεση. Αλλά ο Πετάφερ που την διάλεξε χρησιμοποίησε την δορά της δικής του εμπειρίας, μόνον και μόνον για να την συντρίψει μπροστά της. Επειδή έκρινε ότι δεν θα γίνει ποτέ ο χασάπης του μέλλοντός της. Κι επειδή την αγάπησε όπως ποτέ της δεν φαντάστηκε. Χωρίς ίχνος αγάπης. Στην ζωή του Πετάφερ δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός η Ανδρομέδα.

Διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη. Διαλύθηκε, μοιραία, αφού το θέλησε τόσο.

Γι’ αυτό και της έγραψε με συμπαθητική μελάνη:

“Εγώ θα ξεκινήσω από την αρχή τον βίο μου. Ξέρω τι με περιμένει αλλά δε με νοιάζει. Μπορώ να ξεπεράσω το ανέκφραστο που με βασανίζει μόνον αγγίζοντάς σε. Συνεχώς, ακατάληπτα και ενστικτωδώς. Γι’ αυτό και θα καταλάβω ότι ξεκίνησα έναν νέο δρόμο, μόλις απαλλαγώ από το κινητό μου. Αυτή η πράσινη οθόνη με κυνηγάει πέντε μήνες συνεχώς. Έχω πάθει πολύ βαρειά κατάθλιψη. Μη νομίσεις, μήτε μια στιγμή, αγάπη μου, ότι σου τα γράφω αυτά για να εκμαιεύσω μια σου αντίδραση. Βλέπω πόσο σε τρομάζει κάθε μου αντίδραση, πόσο δεν την θέλεις. Πριν ένα χρόνο, όλα αυτά θα ήταν για μένα χαριτωμενιές και κλασικές πρακτικές. Τώρα, αισθάνομαι να άνοιξα ολόκληρος απέναντί σου, και ότι θα στεγνώσω αυτομάτως, μόλις μπορέσω, μια και μόνη φορά, να κλάψω τόσο πολύ όσο θα ήθελα”.

Μια σκηνοθεσία;

ένα mainstream μαζί;

ένα καταφύγιο;

Κολωνάκι;

σπίτι με αυλή για να υπάρχει σκύλος;

ταξίδια;

το κοινό δέρμα;

χορός;

Η μουσική;

 

[Αδημοσίευτο. Μάλλον τελική μορφή, σήμερα, με πρώτη του Ιανουάριο του 2003.]

Ετικέτες: διήγημα