Ανακάλημα
30-06-2018

Κοιμάμαι άρρυθμα και σπαστά, οπότε αξημέρωτα πέφτω σε μια από τις οθόνες που με τριγυρίζουν στην Αρχόντισσα και τον Αλήτη του Δημόπουλου για μερικά λεπτά και αισθάνθηκα ωσάν να προσέκρουσα σε αστεροειδή.

Πενήντα χρόνια μετά, αυτό έμεινε από την σιξτίλα. Ένα πένθος με κίτρινα φουστάνια, άθλιες ερμηνείες, μουσική τραβηγμένη από φαβορίτες, ένα έγχρωμο ταινιάκι που παραμορφώνει τις αναμνήσεις, όπως οι σπάνιες έγχρωμες φωτογραφίες της εποχής.

Δεν ξεκίνησε έτσι η δεκαετία. Έπρεπε να το ανθιστούμε. Δεν συνέβη. Ό,τι συνέβη, οφείλεται στην πεποίθηση πως μας περιμένει μια αιώνια, πολύγαμη και δωρεάν ζωή. Γιατί να προσδοκώ ανάσταση νεότητας στους γεννηθέντες πάνω στις ωδίνες του νέου αιώνα;

Οπότε (το ‘χουνε τα σάψαλα αυτό το χουι) πόθησα να ιδώ πως σκατά έμοιαζε ένα Όπελ Βέκτρα, αμάξι που έως σήμερα αγνοούσα, παρότι το μνημονεύω σε ποίημα δεκαετίας

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΒΕΚΤΡΑ

Στην αποφοίτηση, με αρπαγμένα τα φρύδια
από την φωτιά που βάζαμε στα σκισμένα βιβλία
(εξηγούσε ο συνοδηγός γέρικου Όπελ
Βέκτρα) είδα την πιο όμορφη κοπέλα.

Δεν θα σου πω πολλά , εκτός πως
έμοιαζε ως υφή με τα φτερά της πεταλούδας,
με κρητίδα, με πανσέ. Και όντως
ένα χρόνο μετά, ήταν αλλαγμένη

αφού θα μεσολάβησαν θαλασσίτσες,
ο πρώτος γκόμενος, με επιμονή στα πέριξ
ξενύχτια και μπόμπες σε στενόμακρα ποτήρια
και βέβαια, η συναισθηματική εξαπάτηση.

Ο οδηγός έπαιζε μεταξύ τρίτης και πέμπτης
χαιράμενος που ένοιωθε των γραναζιών
τη χαλαρότητα. Ίδια εποχή θα ήταν ,απαντά
που κάπνισα το πρώτο, ένα άφιλτρο χύμα

και την είδα στο περίπτερο να τρώει ροκς.
Ήταν σαν Λανα Τάρνερ και Κιμ Νοβακ
έμοιαζε με Σάρον Στόουν πριν μάθει
να βγάζει τη σκιά του πάνω χείλους

Καθόλου πεταλούδα: ντυμένη με στίλβον
χοιρόδερμα, που γίνεται καλύτερο
απ’ τον τζιλά και το βουρτσάκι, και ολόιδια
την ξαναείδα, είκοσι χρόνια μετά.

Το ζήτημα είναι, εξηγεί ο ποιητής
πως όλα τούτα μπαίνουνε σε μιά φορμόλη
που λιμνάζει στο μυαλό και προκαλεί
στις αναμνήσεις τριγμούς στο κιβώτιο.

Η Βέκτρα που ρετάρει είναι ο Χρόνος
και τα υπολοιπα φορμάκια της φορμόλης
δήθεν πεταλούδες, τζάμπα χοιροδέρματα
και τάχα μια καυλότης και μια ποίησις.