Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας
28-10-2017

Ξημερώματα, πριν ξεραθώ στον ύπνο, πρόλαβα να σκεφτώ πως δεν άκουσα ποτέ τη μάνα μου να τραγουδάει.

Κι ας έκανε,ως δασκάλα, ωδική και εθνικούς χορούς.

Καμιά φορά, όταν ο αδερφός μου άκουγε το «Ανεβαίνω κατεβαίνω, σκαλοπάτια ανηφοριές» και γελούσε, χρονιάρικο στην Αρετσού, του χτυπούσε παλαμάκια, γελαστή.

Στα κέφια της, έπινε ένα κρασάκι, ένα κι όχι δεύτερο, και ζήταγε ένα τσιγαράκι από τον πατέρα μου. Μπορεί και κάθε δυο χρόνια.

Του πατέρα μου τα μουσικά χούγια, το «κορόιδο Μουσολίνι» και κάτι ρώσικα, τα έκοβε με κανένα «αμάν βρε Θοδωρή!» Αλλά όταν τον πάθιαζε η Βιολετέρα και το «Θα γυρίσεις ξανά, στην παλιά μας φωλιά, θα γυρίσεις» , το άφηνε.

Αργότερα, ήταν όλο κέφια ακούγοντας «τα μπιτλάκια». Τα έβρισκε χαριτωμένα- ο ύπατος των επαίνων της.

Η μεγάλη αδερφή της, η Ρίτσα, συνέχεια με καντσονέτες. Ειδικά την Τιριτόμπα. Η ίδια, που την έλεγαν Μπουτζούκα, ως μικρότερη, τίποτε.

Απεναντίας, ήταν πες και γέλα με ανέκδοτα και εύθυμες αναμνήσεις. Και με τις φίλες της, «τα κορίτσια», γκιούλ μπαχτσές. Ώσπου στα ενενήντα, τις έκοψε «επειδή ήταν γριές».

Είχε εσωτερικό σκάνερ για τις στενοχώριες των άλλων. Δεν υπήρξε περίπτωση να είμαι στις μαύρες μου, ως το τέλος της και να μη μου τηλεφωνήσει.

Έγραφε. Ημερολόγιο ,γράμματα προς παιδιά και εγγόνα.Ελάχιστες γραμμές της διάβασα.

Ίσως διότι, την πρώτη νύχτα του γάμου της, δέκα Ιουνίου 1947,στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια» στην Εγνατία, όρθιοι μπροστά στο λαβομάνο του δωματίου, εξομολογήθηκαν ο ένας το παρελθόν του άλλου και τα τεκμήρια κάηκαν στην κοίλη πορσελάνη.

Το ίδιο βράδι με έσπειραν, και δεν ξανατραγούδησε.

Ετικέτες: μάνατραγούδι