Ακόμα αγωνίζομαι να γράψω το όνομά σου με κεφαλαίο. Κάθε φορά που ξεκινούσα να φτιάξω το θήτα μεγάλο, εκεί κάπου στη μέση του ημικύκλιου πριν κύκλος γίνει, αμέσως το μετάνιωνα και το έγραφα ψείρα. Τόσο δα. Θυμωμένο, που μου πήρες τη θάλασσα. Εσύ έφταιγες και πήγαινα για χρόνια στο ίδιο σημείο, σήκωνα τον δείκτη και τον μεγάλο σαν τουφέκι και πυροβολούσα τον δρόμο σαν μαλακισμένο. Ακριβώς όπως έκανε ο Μπράντ Πιτ στο Seven. Mπανκ! Μπανκ! Και δεν χρειαζόμουν κανέναν Μόργκαν Φρίμαν να με χτυπά στην πλάτη παρηγορητικά. Ήθελα μόνη μου να ανοίγω κάθε βράδυ το πακέτο. Κάθε βράδυ. Μέχρι χτες. Γιατί χτες πρώτη φορά κάθησα απλώς στο πεζοδρόμιο και χάζευα τα αυτοκίνητα που περνούσαν.Τα μέτρησα κιόλας. Σαρανταεφτά ήτανε. Μεταξύ εικοστού πέμπτου και εικοστού έκτου αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να σου δώσω άφεση αμαρτιών. Κι ότι τα μεγάλα αντίο δεν τα φτιάχνεις εσύ, ούτε τα καταστρώνεις ύπουλα τις νύχτες όπως νόμιζα. Δεν παίρνεις εσύ τηλέφωνο στα ανυποψίαστα σπίτια, δεν οδηγείς εσύ ασθενοφόρα. Άλλοι τηλεφωνούν κι άλλοι αλλάζουν ταχύτητες. Δεν μικραίνεις εσύ αποστάσεις, εμείς μεγαλώνουμε και χάνουμε αντοχές. Δεν σκονίζεις εσύ τζαμάκια με μνήμες. Δεν κάνεις εσύ την φαντασία να προσπερνά τη ζωή με χίλια. Θα γράψω το όνομά σου με κεφαλαίο, πρώτη φορά, αλλά δεν μπορώ το θήτα ακόμα. Θα γράψω Σόεθ κι είσαι υποχρεωμένος να με συγχωρέσεις κι εσύ. Τι θα γίνει δηλαδή αν εκεί που μετρώ αυτοκίνητα πω Εεθ μου βοήθα με. Δεν θα καταλάβεις;
Άφεση αμαρτιών
29-11-2017