Τη σφήνωσε υπό μάλης και πήρε την ανηφόρα. Είχε κουραστεί από τη θάλασσα, τις παραλίες, και τα μπιτσόμπαρα. «Ξέρεις τι είναι αυτό;» ρωτούσε σε κάθε χωριό. «Ρακέτα, φυσικά!» του απαντούσαν. Συνέχιζε απτόητος, μέχρι που μια μέρα μπήκε στην Εξωγή. Στην κεντρική πλατεία μπάνισε πιτσιρικά σκυμμένο πάνω στο τάμπλετ του. Τον πλησίασε. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του, γλίστρησε λίγο το Persol (μοντέλο Steve McQueen) γυαλί στη μύτη του, και τον κοίταξε χωρίς να πει κουβέντα. «Ξέρεις τι είναι αυτό;» τον ρώτησε διστακτικά. «Παππού, άντε σπάσε με τη σανίδα σου!» Σχεδόν λιποθύμησε από τη χαρά του. Ο μικρός είχε πει «σανίδα». Κάθισε στη σκιά της μεγάλης μπουκαμβίλιας. Έβγαλε τα Καρέλια από την τσέπη του, άναψε ένα, και άρχισε να διαβάζει τη νουβέλα “Yes” του Τόμας Μπέρνχαρντ. Ο πιτσιρικάς παράτησε το τάμπλετ του, σηκώθηκε, και αφού πλησίασε στο απέναντι αρχοντικό, πάτησε μια φωνή που έσκισε τη σιγαλιά του απομεσήμερου: «Ερνέστο! Ήρθε ένας μαλάκας με μια ρακέτα. Πέταξέ μου τη δικιά μου να το λιώσω το αρχίδι».
Yes