Ο γείτονας, χθες το απόγευμα βρέθηκε αντιμέτωπος με κάτι που πολλοί έχουμε σκεφτεί αλλά λίγοι έχουμε βιώσει. Πάρκαρε το αυτοκίνητό του, εξήλθε, κλείδωσε, και, σε αγαστή συνεργασία με τον νόμο του Μέρφι, του έπεσαν τα κλειδιά μέσα στον υπόνομο που ήταν ακριβώς κάτω από τα πόδια του. Ο γείτονας, no spring chicken (θα έχει κλεισμένα τα 75), σαν κουτσαβάκι από ταλίγα που είναι, τσίμπησε έναν μαγαζάτορα εδώ δίπλα και αφού σήκωσαν τη σχάρα του υπονόμου καταδύθηκε μέσα προς άγραν των καταποντισμένων πια κλειδιών. Τον είδα με τα μάτια μου βουτηγμένο μέχρι το γόνατο μέσα σε μια μυρωδάτη λάσπη να σκαλίζει με μια τσουγκράνα τον πάτο του φρεατίου. Δεν κάθισα να παρακολουθήσω τη συνέχεια. Ξέρω όμως ότι τα κλειδιά δεν βρέθηκαν. Και αυτό το έμαθα, θέλοντας και μη, κι εγώ και όλη η γειτονιά γιατί ο κουτσαβάκης αφού σύρθηκε έξω από το φρεάτιο, με την ευφράδεια και λεπτότητα που πάντα τον χαρακτηρίζει, άρχισε να χριστοπαναγίζει με μικρές παύσεις μέχρι αργά τη νύχτα. Μου ανέβηκε η πίεση. «Αλέξανδρε, για ποιόν χτυπάει η καμπάνα;» είπα από μέσα μου και συνειδητοποίησα ότι δεν είχα άλλη επιλογή: σηκώθηκα, έψαξα, και εντόπισα το δεύτερο κλειδί της μηχανής.
< inbox >