Το μελαγχολικά ήσυχο μεσημέρι της Παρασκευής πήρε άλλη τροπή όταν ο ογδοντάχρονος συνταξιούχος ναυτικός στο καφενείο, από κάτω, ενημέρωσε όλη τη γειτονιά ότι αυτή την εβδομάδα δε μας ψέκασαν γιατί: α) έχει σηκώσει πολύ αέρα και η διασπορά είναι απαγορευτικά μεγάλη, β) οι πιλότοι παίρνουν αυτές τις μέρες την άδειά τους. Η επιχειρηματολογία του αυτή, αποστόμωσε την εκλεκτή ομήγυρη και έτσι, ανενόχλητος, συνέχισε την εξιστόρηση της μαγευτικής ιστορίας του για τη φορά εκείνη που το ποστάλι έπιασε Campo Alegre, στο Κουρασάο, και κατέβηκε μαζί με τον καπετάνιο, τον πρώτο, και τον μαρκόνη για να επισκεφτούν εξωτικό οίκο ανοχής με Κολομβιανές ιερόδουλες, στον οποίο―το τόνισε αυτό―οι Έλληνες ναυτικοί ήταν πάντα ευπρόσδεκτοι γιατί ήσαντε (sic) χουβαρντάδες (αντί δύο δολάρια, άφηναν τρία).
Mal du départ
