Σηκώθηκε διστακτικά. Δεν ήξερε αν ήταν πρωί ή βράδυ, χειμώνας ή καλοκαίρι. Έφτιαξε κρύο καφέ και τον άφησε να ζεσταθεί. Κάθισε στην κουζίνα, βγήκε στο μπαλκόνι. Το γκρίζο της θάλασσας δεν ξεχώριζε από το γκρίζο του ουρανού. «Όλα ένα και το αυτό είναι όπως και να ‘χει», σκέφτηκε. Από τότε που πήγε στο νησί ξέχασε τις εναλλαγές του καιρού, που υποτίθεται ότι είναι και μια από τις μεγάλες απολαύσεις αυτής εδώ της ζωής. «Τι κοινοτοπία, Θεέ μου!» μονολόγησε. Θα στόλιζε δέντρο, θα έφτιαχνε μελομακάρονα, θα γέμιζε τη γαλοπούλα, θα έβαφε αυγά, θα σούβλιζε αρνί, θα έπλεκε κοκορέτσι. Θα τηγάνιζε μπακαλιάρο, θα χτυπούσε τα σκόρδα στο γουδί, θα έπαιρνε ταραμά, θα έψηνε εμβόλιμα μια φανουρόπιτα, θα ζύμωνε τη λαγάνα. Και ανήμερα της Παναγίας, όταν όλοι θα ήταν στην παραλία, θα αμολούσε καλούμπα, θα πετούσε χαρταετό. Και αν άκουγε και καμιά κουβέντα παραπάνω, αν οι λουόμενοι τον έπαιρναν για ανισόρροπο, την είχε έτοιμη από καιρό την απάντηση: «Χους ει και εις χουν απελεύσει».
Χους ει και εις χουν απελεύσει