Πέρα από την Αφρική

Τα πρωινά, πριν σηκωθεί η αφρικανική σκόνη, μαζευόμασταν και ρίχναμε μερικά αγάλματα. «Το λυκόφως των Θεών», έλεγε ο Τάκης που ήταν και ο καθοδηγητής μας. Μετά, όταν πια η ατμόσφαιρα γινόταν αποπνικτική, καθόμασταν σε κάποιο καφενείο στα πέριξ της πλατείας και συζητούσαμε για τον ακήρυχτο πόλεμο με την Τουρκία, για τον ήρωα πιλότο που έφυγε πάνω στη μάχη, για το θεϊκό μιλφέιγ του Κωνσταντινίδη, για τον Παρλιάρο που είναι ζαχαροπλάστης δήθεν και γνωστός ντιντής. Όταν πια έφτανε μεσημέρι, κατάκοποι, γυρίζαμε σπίτια μας γιατί οι φουκαριάρες οι μανάδες μας είχαν μαγειρέψει. Ο αγώνας μας σταματούσε για λίγο. Ξαπόσταινε. Μεσημεριανό και μετά σιέστα στα φρεσκοσιδερωμένα σεντόνια. Το απόγευμα, τάβλι με φραπέ σε κάποιο μπαλκόνι, και αργότερα, σουβλάκια ή πίτσα μέχρι να περάσει η ώρα ν’ αρχινίσει το Μάστερ Σεφ. Παίρναμε βλέπεις ιδέες για το τι θα θέλαμε να φάμε το επόμενο μεσημέρι. Γιατί αν δεν το ξέρετε ήδη: μάνα είναι μόνο μία.