1969, επτάχρονο αγόρι μεγάλωνα στην ελληνική επαρχία, στην Καλαμάτα, δίχως τηλεόραση ακόμα. Τέλη της δεκαετίας του ’60 και η μητέρα μου διάβαζε ανελλιπώς τα εβδομαδιαία Επίκαιρα. Περίμενα τη στιγμή που θα μου έδινε να τα ξεφυλλίσω, να μυηθώ στον κόσμο.
Γύρναγα τα φύλλα, τα μάτια μου ρουφούσαν με ευλάβεια και μαγεία ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Παιδάκια στο Βιετνάμ, νεκροί χωρικοί σε χαντάκια στην άκρη του δρόμου. Η Κριστίν Κίλερ ημίγυμνη (προφανώς σε πρότερες φωτογραφίες). Ο Μπόμπι Κένεντι, ο Σιρχάν Σιρχάν.
Πάνω απ’ όλα γοητευτικός ο κόσμος των μεγάλων για τον οποίο ανυπομονούσα να κρατήσω στα χέρια μου το εισιτήριο. Διάβαζα αργά, ρωτούσα τη μητέρα μου κι αυτή μου εξηγούσε δίχως όμως οι φωτογραφίες να με φοβίζουν. Δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο, ούτε και θυμάμαι να νιώθω λύπη για όσα έβλεπα.
Η Σάρον Τέιτ πανέμορφη. Γοητευμένη η λογική μου, γεννούσε μια δική της αρμονία που εξηγούσε τη φρικτή δολοφονία της. Αυτό το πλάσμα είχε έρθει στον κόσμο για να είναι όμορφο και να ‘χει αυτή τη συγκεκριμένη μοίρα.
Δεν υπήρχαν κίνητρα. Ο κόσμος ήταν αυτό που ήταν και ήταν γοητευτικός.
Θυμάμαι μια εποχή που τα σκυλιά γαύγιζαν κάθε βράδυ και ήταν συνέχεια πανσέληνος, έγραψε η Joan Didion σε κείμενό της για το Charles Manson. Και συνέχισε… θυμάμαι επίσης αυτό και μακάρι να μην το θυμόμουν: θυμάμαι ότι κανείς δεν εξεπλάγη.
Κορεσμένος ο κόσμος το 2017, τον κούρασε μια συνεχής πανσέληνος. Τη μέρα που πέθανε ο Charles Manson η Didion θα έγραφε:
Θυμάμαι κανείς δεν εξεπλάγη, θυμάμαι κανείς δε νοιάστηκε. Κι αυτό μακάρι να μην το θυμόμουν.
Ο αντίλογος σ’ εκείνο το σχόλιο της Didion, τότε.
https://nyti.ms/2hPnOd6