Στο κατά τ’ άλλα εξαιρετικό “Darkest Hour” υπάρχει μια σκηνή, που εξελίσσεται κατά τη γνώμη μου με τέτοιο τρόπο, ώστε η ταινία χάνει για μοναδική φορά το μέτρο. Ο Τσόρτσιλ που ως τότε δεν είχε πάρει ποτέ στη ζωή του δημόσια συγκοινωνία, μπαίνει στον υπόγειο για να αφουγκραστεί τη γνώμη των επιβατών, τη γνώμη του απλού κόσμου, ως προς το αν θέλει να υπογραφεί συνθήκη με τους επελαύνοντες ναζί ή να συνεχιστεί ο πόλεμος με κάθε τίμημα.
Αλλά αυτό που θέλω να πω δεν είναι η γνώμη μου για την ταινία ή για τη συγκεκριμένη σκηνή, αλλά κάτι άλλο: βλέποντάς την μου ήρθε στο νου η σκέψη ότι ενώ η πρόθεση πίσω της ήταν, εννοείται, η εξύμνηση της αληθινής έννοιας της δημοκρατίας και της σημασίας που έχει να ακούν οι ηγέτες τα θέλω των πολιτών, έρχεται ταυτόχρονα σε ένα χρονικό σημείο του φιλμ, όπου έχουμε πρώτα παρακολουθήσει τις πολυήμερες και αγωνιώδεις συζητήσεις μέσα στις τάξεις της κυβέρνησης, συζητήσεις όπου τόσο η άποψη υπέρ της υπογραφής συνθήκης για να αποφευχθεί η ολοκληρωτική ήττα και το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, όσο και η άποψη υπέρ της συνέχισης του πολέμου επειδή είναι αδιανόητο να υποτεθεί ότι ο Χίτλερ θα σεβαστεί οποιαδήποτε υπογραφή, προβάλλονται με εκατέρωθεν τεκμηριωμένες αιτιολογήσεις. Και μπαίνει ο Τσόρτσιλ στο τρένο κι όλοι (συμπεριλαμβανομένου κι ενός νέου μαύρου που δεν τον κοιτάζει μισός συνεπιβάτης με υποψία ρατσιστικού βλέμματος, γιατί έτσι προφανώς ήταν τα πράγματα στο Λονδίνο του 1940) αρχίζουν να λένε διάφορα πατριωτικά τσιτάτα και να εξηγούν στον Ουίνστον ότι οι γερμαναράδες θα περάσουν πάνω από τα πτώματά τους.
Οπότε εκείνο ακριβώς που σκέφτηκα είναι ότι, άθελά της, η σκηνή θα μπορούσε να λειτουργεί όχι ως η επιτομή της αξίας της δημοκρατίας, αλλά ως η επιτομή της αξίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ακόμη περισσότερο σκέφτηκα ότι η σκηνή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από όλους όσους τα προηγούμενα χρόνια μας εξηγούσαν με κάθε ευκαιρία και σε κάθε τόνο την αντιδιαστολή μεταξύ λαϊκιστών που ικανοποιούν το θυμικό του λαού και εκλεγμένων εκπροσώπων που δουλειά τους είναι να ξέρουν, με τη βοήθεια τεχνοκρατών, διπλωματών και άλλων ειδημόνων, πώς κυβερνάται ένας τόπος και ποιο είναι το καλό του, λαμβάνοντας τις δύσκολες αποφάσεις ενάντια στο πολιτικό κόστος και τις σειρήνες του λαϊκισμού.
Πέφτοντας λοιπόν σήμερα πάνω σε άρθρο του Αντώνη Πανούτσου στο Liberal, άρχισα διαβάζοντάς το να λέω στον εαυτό μου, μπράβο εαυτέ μου, πόσο δίκιο είχες, πόσο μέσα έπεσες. Αλλά συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Με μια πλήρη αντιστροφή του δεξιού μνημονιακού λόγου περί λαϊκισμού και δη εθνολαϊκισμού, η σκηνή χρησιμοποιείται για να υμνηθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης που μετά το συλλαλητήριο έδειξε ότι ακούει την φωνή του φτωχού λαϊκού λαού, «το vox populi των δυτικών προαστίων της Αθήνας, που θέλει να ακουστεί αλλά κανείς δεν θέλει να το ακούσει».
Ας ξεχάσουμε λοιπόν τον επονείδιστο, αριστερό, αντιμνημονιακό εθνολαϊκισμό κι ας καλοσωρίσουμε στη σκηνή τον θεάρεστο, δεξιό, πατριωτικό εθνολαϊκισμό.
Πίσσα και πούπουλα και βοξ πόπιουλι. Μεταφορικά πάντα. Όχι στη βία, όχι στην πίσσα, όχι στα πούπουλα, ναι αίφνης στη φωνή του πόπολου.