«..κάνω δυο επαγγέλματα, υπάλληλος τη μέρα και επαναστάτρια τη νύχτα, δολοφόνος, βασίλισσα στο σπίτι του τρόμου»
Το βιβλίο της Anna Laura Braghetti, για την συμβίωσή της επί 55 μέρες με τον Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη, την παρουσία της στην εκτέλεσή του, αλλά και την δολοφονία του καθηγητή Vittorio Bachelet, είναι μια ώριμη, εκ βαθέων, συναισθηματική αλλά και ουσιαστική ματιά, σε ένα απάνθρωπο πολιτικό πλαίσιο.
Τέλος καλοκαιριού του ’99 το είχα διαβάσει για πρώτη φορά. Εικοσιένα χρόνια νωρίτερα είχα παρακολουθήσει στενά την υπόθεση καθώς ήταν τμήμα της δουλειάς μου, τότε, στο εξωτερικό δελτίο της εφημερίδας «Καθημερινή».
Στην πρώτη ανάγνωση το βιβλίο της Braghetti που συνέγραψε με την βοήθεια της δημοσιογράφου Paola Tavella, με είχε εντυπωσιάσει. Γραμμένο απλά, αλλά άμεσα σε αιχμαλωτίζει από την πρώτη αράδα. Σαράντα χρόνια από το τέλος του Aldo Moro το θυμόμαστε, διότι αποτελεί ένα άριστο αποκωδικοποιητή του τι και γιατί συνέβη.
Οι Brigatte Rosse (Ερυθρές Ταξιαρχίες) γεννήθηκαν το θέρος του ’70 με ξεκάθαρες θέσεις. Ένοπλο κίνημα ενάντια στο Ν.Α.Τ.Ο., στον ιμπεριαλισμό, στον καπιταλισμό και αργότερα, ενάντια στον Compromesso Storico, στον διαβόητο Ιστορικό συμβιβασμό που πρότειναν Χριστιανοδημοκρατία και το Κομμουνιστικό κόμμα, ως μια λύση για τα προβλήματα που ταλάνιζαν την Ιταλία.
Στις 16 Μαρτίου του ’78 η Ρωμαϊκή φάλαγγα της οργάνωσης, προχωρά στην πιο εντυπωσιακή της ενέργεια. Αφήνοντας στη via Fani πέντε πτώματα των σωματοφυλάκων του Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη, διάτρητα από δεκάδες βολίδες, τον απαγάγουν. Ήταν μια από τις προγραμματισμένες ενέργειες της «Εαρινής επίθεσης» ενάντια στην «καρδιά του κράτους». Ανάμεσα στα επιτελικά σχέδια ήταν η απαγωγή του Leopoldo Pirelli και η απελευθέρωση φυλακισμένων συντρόφων τους από φυλακή της Σικελίας.
Την ίδια μέρα επρόκειτο να ψηφισθεί στη Βουλή η πρώτη κυβέρνηση συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών και Κομμουνιστών. Δεν ψηφίστηκε ποτέ. Την ίδια μέρα ξεκίνησαν οι 55 μέρες ομηρίας για τον Aldo Moro στο νούμερο 8 Via Camillo Montalcini. Ήταν το διαμέρισμα της Anna Laura Braghetti «καθαρού» μέλους των B.R. Μαζί της θα περνούσαν εκείνες τις 55 μέρες ο Germano Maccari, ο Prospero Gallinari και ο θεωρούμενος εκείνη την εποχή επικεφαλής της οργάνωσης Mario Moretti. Oι εκ των ιδρυτών θεωρούμενοι, Renato Curcio, Alberto Franceschini ήταν φυλακισμένοι, ενώ η Margherita Cagol νεκρή από το θέρος του ’75 μετά από ανταλλαγή πυρών με αστυνομικούς.
Η αφήγηση της Braghetti, ξεκινά από εκείνη την μέρα, την μέρα του χάους για την Ιταλική πρωτεύουσα. Το πιο σημαντικό πολιτικό πρόσωπο της χώρας είχε απαχθεί. Πέντε αστυνομικοί κείτονταν νεκροί στη via Fani και ένα ολόκληρο κράτος, έψαχνε τους απαγωγείς και τον απαχθέντα. Το πράγμα δεν αργεί να φθάσει στα άκρα. Η πολιτεία στέκει πεισματικά αρνητική να διαπραγματευτεί οτιδήποτε για να σώσει τον Moro, ενώ η ανάκριση του στη «φυλακή του λαού» δεν κομίζει απολύτως καμιά ομολογία.
Γίνεται σαφές ότι όλο το πολιτικό κατεστημένο, του σοσιαλιστή Bettino Craxi εξαιρουμένου, εγκαταλείπει τον Moro. Έντονα επικριτική, απέναντι στο Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα και στην κυβέρνηση του J. Andreotti στέκεται η οικογένεια του Moro.
«Κρατούσαμε έναν από τους ανθρώπους κλειδιά, σε εκείνην την πολιτική φάση και οι συνεργάτες του συμπεριφέρονταν σαν να επρόκειτο για δείγμα άνευ αξίας.» (σ.72)
Διαφωνίες, όταν τα πράγματα φθάνουν στα άκρα, υπάρχουν και στις B.R. Στελέχη όπως η Adriana Faranda, επιμένουν να αφεθεί ελεύθερος, έστω και χωρίς ανταλλάγματα, άλλοι, όπως ο Mario Moretti τον θέλουν νεκρό.
Στο επίκεντρο η Braghetti που ζει μια διπλή ζωή, στα όρια της τρέλας. Το πρωί συνεπής ιδιωτικός υπάλληλος, να συμμετέχει στα σχόλια για την απαγωγή που γίνονται στο γραφείο και το απόγευμα αφενός να συγκατοικεί επισήμως με τον υποτιθέμενο αρραβωνιαστικό της, αφετέρου να φιλοξενεί δυο μέλη των Ε.Τ. βαθιά στην παρανομία και στο ίδιο διαμέρισμα να βρίσκεται στην ειδικά κατασκευασμένη και ηχομονωμένη «φυλακή του λαού», ανακρινόμενος, ο Moro. Περιγράφει τις συνθήκες ένταξής της, το αδιάλλακτο της οργάνωσης για μια σειρά από θέματα που είχαν να κάνουν με την ασφάλεια, τους φόβους αλλά και την ευκολία αποχώρησης.
«..κάνω δυο επαγγέλματα, υπάλληλος τη μέρα και επαναστάτρια τη νύχτα, δολοφόνος, βασίλισσα στο σπίτι του τρόμου» (σ.29).
Μας δίνει την εικόνα του Moro: «Ο Μόρο ήταν ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης ενός λεξιλογίου που μας εύρισκε θριαμβευτικά αναλφάβητους». (σ.43)
Διαβάζουμε έτσι, μια γκροτέσκο κατάσταση για τη δυσκολία να συνεννοηθούν. Απαγωγείς και απαχθείς ανταλλάσσουν βιβλία, ώστε να διαμορφώσουν κοινή πλατφόρμα επικοινωνίας. Ο μεν Χριστιανοδημοκράτης όταν του πέρασαν τα κλασσικά του Μαρξισμού Λενινισμού είπε ότι τα είχε μελετήσει και ζήτησε τη Βίβλο, οι δε ερυθροταξιαρχήτες έπεσαν με τα μούτρα στην μελέτη αντίστοιχων δοκιμίων της Χριστιανοδημοκρατίας.
«Ο Prospero καθόταν με τις ώρες στο τραπέζι και κρατώντας το κεφάλι με τα χέρια, μελετούσε για τη Χριστιανική Δημοκρατία. Στις Ε.Τ. τον θεωρούσαν ειδικό σε ότι αφορούσε το “κόμμα – τέρας”» (σ.57).
Η Braghetti ομολογεί με παρρησία: «Είχαμε φτάσει επιτέλους στην καρδιά του κράτους και δεν καταλαβαίναμε τίποτα.» ( σ.43)
Μαζί με την τεράστια κινητοποίηση των διωκτικών αρχών να εντοπίσουν τον απαχθέντα, συγκροτούνται εκδηλώσεις συμπαράστασης από σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα. Τα έβλεπαν όλα τούτα οι απαγωγείς στην τηλεόραση και σκέφτονταν πως: «Το προλεταριάτο ήταν κάτω από τον ζυγό των αφεντικών του κομμουνιστικό κόμματος» (σ.44). Πλην όμως: «Δεν αντιλαμβανόμασταν ότι σε εκείνες τις πλατείες υπήρχαν χιλιάδες άτομα που απεχθάνονταν την πολιτική βία.» (σ.44).
Μας αποκαλύπτει τα ιδιαίτερα συναισθήματα που γεννούσε η περίεργη συμβίωση απαγωγέων και Moro (σ.61), όπου ο Χριστιανοδημοκράτης ανησυχούσε για τον εγγονό του τον Λούκα. Ήταν μια κουβέντα που έκανε τον Moretti να σκεφτεί το γιό του, τον οποίον είχε εγκαταλείψει μικρό, για να ενταχθεί στην οργάνωση. Ψυχογραφεί τον Prospero, αυτόν τον σκληρό επαναστάτη, που την μία μέρα αντάλλασσε πυρά με την αστυνομία και την άλλη στέγνωνε με σεσουάρ, τα καναρίνια του διαμερίσματος της οδού Mοntelcini για να μην κρυώσουν. «Δούλευε από παιδί, δεν ήξερε τι σημαίνει να διασκεδάζεις. Συμπεριφερόταν σαν ενήλικας και ήταν μόνον 26 ετών.» (σ.79)
Όταν, μάλιστα ο Prospero τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι και διακομίστηκε σε νοσοκομείο της Ρώμης, η οργάνωση βρήκε τον γιατρό που τον κουράριζε και τον απείλησε ανοικτά, πως αν δεν φρόντιζε τον τραυματία σαν το παιδί του θα τον εκτελούσαν (σ.81).
Το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων οδήγησε την ομηρία σε ακόμα πιο δύσκολο επίπεδο. Ο Moro άρχισε να γράφει επιστολές, στο κόμμα, στην οικογένεια, στους συνεργάτες του. Είχε καταλάβει την αδιαλλαξία διαβάζοντας τα αποκόμματα των εφημερίδων που του έδιναν προς ανάγνωση. Το πράγμα δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο όταν ενορχηστρωμένο όλο το πολιτικό φάσμα ακούμπησε στη θεωρία ότι, τάχα, ο όμηρος βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ή φαρμάκων, άρα όσα έγραφε ήταν άνευ συνείδησης.
Η ομολογία του δικαστή Mario Sossi, που ήταν και αυτός θύμα απαγωγής το ’74, ότι οι Β.R.: «…δεν χορηγούν στους κρατουμένους τους ναρκωτικά, δεν τους βασανίζουν, δεν εκβιάζουν μηνύματα» (σ.86), δεν εισακούστηκε.
Το κατεστημένο είχε πάρει τις αποφάσεις του και θα θυσίαζε τον Moro. Όταν αυτό έγινε κατανοητό, ο Moretti μπήκε στο κελί του κρατούμενου και του διηγήθηκε τα όσα συνέβαιναν: «.. ο Moro θύμωσε. Ήταν ο αρχηγός όλων εκείνων που τώρα τον περιφρονούσαν, τον απέρριπταν, δεν τον άκουγαν.» (σ.123). Ο πρώην πρωθυπουργός είχε μείνει μόνος. Μόνον η οικογένειά του τον στήριζε. Σε μια από τις επιστολές του, στην πολυαγαπημένη του σύζυγο Eleonora θα γράψει: «Μια λέξη του (γραμματέα του κόμματος), Benigno Zaccagnini θα αρκούσε. Το αίμα μου θα πέσει πάνω τους…»
Η απόφαση είχε βγει. Ο όμηρος είχε κριθεί ένοχος. Το ξημέρωμα της 9η Μαίου εκτελέστηκε από τον Moretti στο γκαράζ της οδού Montelcini, μετά από 55 μέρες ομηρίας.
Η συνέχεια υπήρξε περίπου η προβλεπόμενη. Το αίμα έρεε, οι «βάσεις» της οργάνωσης έπεφταν η μία μετά την άλλη και ο Moretti ρωτούσε αυτούς που ήθελαν να περάσουν το κατώφλι της φυσιολογικής ζωής και να στρατευθούν, αν είχαν συνειδητοποιήσει πως σε έξι μήνες θα ήταν ή νεκροί ή στην φυλακή.
Με τον θάνατο του Moro να σημαδεύει την πορεία της οργάνωσης, το πλέον σπαραξικάρδιο τμήμα του βιβλίου είναι εκείνο όπου η συγγραφέας διηγείται πως σκότωσε τον καθηγητή Vittorio Bachelet, στις 12 Φεβρουαρίου του 1980.
«Μετά το εγχείρημα είχα την αίσθηση του απόλυτου κενού. …τον ξαναβλέπω εκεί που τον άφησα. Ξαπλωμένο κάτω. Η τιμωρία μου δεν είναι η φυλακή αλλά εκείνη η εικόνα. Είμαι καταδικασμένη να την έχω για πάντα μπροστά στα μάτια μου και να μην μπορώ να την διώξω» (σ.131)
Εκεί ξετυλίγεται, μετά από τόση και βία και πόνο, η ανθρωπιά. Ο αδελφός του δολοφονηθέντος, Adolfo, άρχισε να επισκέπτεται και να συμπαραστέκεται στην Braghetti στις φυλακές της Rebibia. Κι όταν ήταν στα τελευταία του, της δήλωσε ότι δεν θα την άφηνε μόνη. Υπήρχε και τρίτος αδελφός ο don Paolo, εφημέριος στο παρεκκλήσι της Πανεπιστημιούπολης. Αργότερα γνώρισε και το γιό του θύματος ο οποίος της είπε ότι πρέπει να ξέρουμε να ξαναδεχόμαστε όποιον έσφαλε, για να καταλήξει σπαρακτικά η συγγραφέας: «Τους έβλαψα ανεπανόρθωτα και πήρα μόνον καλό σε αντάλλαγμα» (σ.134)
Δεν παραλείπει να αναφερθεί στις συνθήκες της κράτησής της στην Voghera, την πιο «θλιβερά διάσημη φυλακή» της Ιταλίας, όπου οι συνθήκες ήταν τρομακτικές. «κάτι από την Voghera, με συντροφεύει ακόμα κι έχει σχέση με τον ύπνο» (σ.69)
Όπως επίσης ότι όταν συνελήφθη και την πήγαν στο αστυνομικό τμήμα της οδού Corsini της σκέπασαν το πρόσωπο της αφαίρεσαν καρφίτσα, σκουλαρίκια δαχτυλίδι, ρολόι. Δεν τα ξαναείδε ποτέ. Ταυτόχρονα όμως ομολογεί και τις ανθρώπινες συμπεριφορές των αστυνομικών στην περίοδο της κράτησής της, να της προσφέρουν, βιβλία, τρόφιμα, μπύρα, να προθυμοποιηθούν ώστε να πλυθεί.
Η Anna Laura Braghetti έμεινε στις Ερυθρές ταξιαρχίες κάτι λιγότερο από τέσσερα χρόνια. Ακολούθως, παρέμεινε 15 χρόνια, έγκλειστη, τέσσερα από αυτά υπό πολύ οδυνηρές συνθήκες στη Voghera. To ’94 της δόθηκε άδεια να εργάζεται τα πρωινά και το βράδυ να επιστρέφει στο κελί της. Αποκήρυξε την οργάνωση, δεν κατέδωσε κανένα πρώην σύντροφο, ώστε να τύχει των ευεργετικών διατάξεων για τους ανανήψαντες και παρέχοντες πληροφορίες. Το βιβλίο της, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ιστορίας της νεότερης Ιταλίας και δείγμα για τις ακρότητες που μπορεί να πράξει ο άνθρωπος, ως πολιτικό ζώο. Είτε ως τμήμα της εξουσίας, είτε ως εχθρός της.