Όσο κι αν το τάιμ λάιν του καθενός είναι μια αλγοριθμική φούσκα μέσα στην οποία εμφανίζονται μόνο όσοι κινούνται στο ίδιο πάνω – κάτω μήκος κύματος, έχω την αίσθηση ότι σε πολύ λίγα τάιμ λάιν οι αντιδράσεις για τον θάνατο του Γιώργου Κουρή θα είναι πολύ διαφορετικές από ό,τι στο δικό μου, έχω την αίσθηση ότι σε πολύ λίγα τάιμ λάιν θα επικρατεί μια κάποια συγκίνηση, μια κάποια νοσταλγία, μια κάποια αναγνώριση χαρισμάτων.
Ίσως μόνο εκτός του ψηφιακού χώρου, ίσως μόνο σε κάποια καφενεία με μεγάλο μέσο όρο ηλικίας θαμώνων, να ειπωθούν κάποιες καλές κουβέντες. Αλλά ίσως και πάλι όχι και τόσες πολλές.
Δεν έχουμε να κάνουμε με εκφραστή μιας πολιτικής άποψης που γέννησε πάθη και μίση, γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν πάντα από την άλλη πλευρά οι πιστοί, οι συνοδοιπόροι, οι ταυτιζόμενοι.
Έχουμε να κάνουμε περισσότερο με τον ενσαρκωτή ενός τρόπου, ενός τρόπου δημοσιογραφίας, ενός τρόπου δημοσίου λόγου, ενός τρόπου πολιτικής, ενός τρόπου που μπορεί να βρήκε απήχηση στην εποχή του, ενός τρόπου που μπορεί να παραμένει και σήμερα -περισσότερο, λιγότερο ή και καθόλου μεταμφιεσμένος- σημαντικός παράγοντας του παιχνιδιού, αλλά ταυτόχρονα κι ενός τρόπου τον οποίο όλοι σχεδόν θέλουν σε επίπεδο διακηρύξεων να τον αποκηρύξουν και να αποφύγουν κάθε συσχέτιση μαζί του.
Αν η αισθητική και αξιακή κληρονομιά του Γιώργου Κουρή δεν είχε αφήσει σπόρους παντού, αν ο αυριανισμός ανήκε μόνο σε κάποιο μακρινό παρελθόν, ίσως να ήταν πολύ πιο αποενοχοποιημένα ανθρώπινες οι αντιδράσεις για τον θάνατο ενός ανθρώπου. Τώρα όμως όλοι κάνουν σαν να πέθανε κάποιος που τους λέρωνε, ενώ το πρόβλημα είναι και παραμένει κατά πόσο η μεθοδολογία του λερώματος κληρονομήθηκε, αφομοιώθηκε, ζει και βασιλεύει.