Η έκφραση «τι θέλει να πει ο ποιητής;» έχει την αφετηρία της σε εκείνο ακριβώς το γεγονός. Δεκάδες χιλιάδες διάβασαν το μανιφέστο του Πάρη Κερκινού. Το μεγαλύτερο ποσοστό τους δεν κατάλαβε απολύτως τίποτα […]
Το συγκεκριμένο απόσπασμα βρίσκεται κάπου προς το τέλος του βιβλίου. Στο σημείο που εξιστορείται το στήσιμο της μεγάλης Δελφικής γιορτής που σχεδίασαν και εκτέλεσαν ο Πάρης Κερκινός και η σύζυγός του Ήβη Σπρίνγκφιλντ. Το ερώτημα όμως άρχισε να με βασανίζει από την αρχή του βιβλίου. Τι θέλει να πει ο Χρήστος Χωμενίδης με το τελευταίο του μυθιστόρημα; Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το βιβλίο είναι βασισμένο στη ζωή του ποιητή Άγγελου Σικελιανού. Εφιστώ την προσοχή σε αυτό το «είναι βασισμένο» γιατί ο Χωμενίδης δεν αποσκοπεί να μας παρουσιάσει, απλώς, μια ευφάνταστη διασκευή της ζωής του Σικελιανού σε μυθιστορηματική μορφή. Ο Χωμενίδης αποζητά κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι πολύ μεγαλύτερο. Θέλει να φτάσει στην αλήθεια πίσω από τα φαινόμενα: «Ο Φοίνικας είναι μυθιστόρημα. Παρεκκλίνει, απιστεί προς τη ζωή, αναζητώντας τη βαθύτερη ουσία της», γράφει στο σύντομο εισαγωγικό του σημείωμα.
Το βιβλίο διαθέτει τις τυπικές χωμενίδειες αρετές. Είναι χειμαρρώδες, πληθωρικά μυθοπλαστικό, και απρόβλεπτο. Ο αναγνώστης θα αρχίσει να απολαμβάνει την ανασύσταση μιας ολόκληρης εποχής αλλά πολύ σύντομα θα αισθανθεί άβολα. Η περίφημη αναστολή της δυσπιστίας θα τεθεί υπό αμφισβήτηση. Το βιβλίο, σε αρκετά σημεία, μοιάζει με τρενάκι του λούνα παρκ. Τρενάκι όμως όχι του τρόμου, αλλά των συναισθημάτων. Ο αναγνώστης καλείται να διαχειριστεί έναν καταιγισμό συναισθηματικών μεταπτώσεων που εναλλάσσονται με ρυθμούς που προκαλούν ναυτία. Πάθος, πόνος, θλίψη, καύλα, δημιουργικός οίστρος. Σε μια σελίδα μπορεί να αισθάνεσαι καυλωμένος, στην επόμενη μπορεί να βρεθείς δακρυσμένος, για να περάσεις μετά από λίγο σε υστερικά γέλια. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι επειδή όλες αυτές οι εναλλαγές δεν ξεδιπλώνονται στον ιδανικό αφηγηματικό ρυθμό, μετά από λίγο, ναρκώνεσαι, και απλώς προσπαθείς να καταλάβεις πού σε οδηγεί το τρενάκι.
H λογοτεχνία δύναται να είναι η ιδανική συντόμευση (shortcut) προς την εννοιολογική ανάπτυξη. Μπορεί δηλαδή να σε βοηθήσει να διευρύνεις, γρηγορότερα από καθετί άλλο, τις έννοιες με τις οποίες προσεγγίζεις και πραγματεύεσαι τον κόσμο. Μπορεί επίσης να είναι υπερευρυγώνιος φακός χωρίς παραμορφώσεις. Μπορεί δηλαδή να αποτυπώνει με μεγάλη ακρίβεια σε ένα λειτουργικό, οργανικό σύνολο μεγάλα κομμάτια της πραγματικότητας, και κατά συνέπεια να σε βοηθήσει να κατανοήσεις αυτά τα κομμάτια της πραγματικότητας. Ως τέτοια, η λογοτεχνία, μπορεί να θεωρηθεί ως μία πραγματικότητα με αναβολικά, που γίνεται, τελικά, το μέσο με το οποίο προσεγγίζουμε την πεζή, ανόθευτη πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Η χωμενίδεια πραγματικότητα όμως, γιατί αυτή μας ενδιαφέρει εδώ, είναι μια πραγματικότητα που, αρκετές φορές, κάνει κατάχρηση αυτών των αναβολικών. Και ως τέτοια, εθίζει τον αναγνώστη να αποζητά όλο και μεγαλύτερες δόσεις από αυτήν. Η χωμενίδεια πραγματικότητα είναι λοιπόν ένα ιδιότυπο ναρκωτικό. Το βιβλίο εξάλλου, μήνες τώρα, φιγουράρει στις πρώτες θέσεις των ευπώλητων, πράγμα που σημαίνει ότι ο κόσμος έχει ανάγκη από τέτοιες πραγματικότητες. Συγγραφέας, εκδότης, και αναγνώστες έχουν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι.
Θα υποστηρίξω ότι η υπερβολή, καταστάσεων και συναισθημάτων, που σε εκθέτει το βιβλίο (θα μπορούσε να είναι ένα υπέροχο graphic novel), συνιστά μια απόκλιση που τελικά αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη και λειτουργεί ενάντια στον καλύτερο εαυτό τού βιβλίου. Γιατί το βιβλίο έχει αναμφισβήτητα έναν πολύ καλύτερο εαυτό. Στον πυρήνα του, πραγματεύεται κάτι πολύ σημαντικό. Όταν ο Πάρης Κερκινός προσπαθεί να αποφασίσει με ποιο τρόπο θα κάνει τον κόσμο κοινωνό της ποίησης του λέει χαρακτηριστικά: «Τα λογοτεχνικά μας περιοδικά είναι κομμωτήρια. Έχω εγώ καμιά δουλειά εκεί μέσα; Δε θα το δημοσιεύσω [το ποίημα]. Θα το εφαρμόσω». Ο Χωμενίδης, όπως είπα παραπάνω, προσβλέπει μέσα από το βιβλίο σε κάτι πολύ μεγάλο. Επιθυμεί να δείξει πώς ο Σικελιανός, και κατ’ επέκταση πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες, πάλεψαν να εφαρμόσουν την τέχνη τους. Πώς πάλεψαν να απελευθερώσουν τον άνθρωπο από τα δεσμά των συμβάσεων και των συμβιβασμών του ιδιόμορφου αυτού παραδείσου που ονομάζεται μικροαστισμός. Προσέξτε το παρακάτω απόσπασμα:
Θα ελευθερώσουμε τον άνθρωπο από τη μιζέρια του, θα σκίσουμε τον βρόχο της ρουτίνας! Με ρωτάτε για την πολιτική, για τη φιλολογία, για τη θρησκεία… Εγώ σας αναγγέλλω κάτι απείρως μεγαλύτερο. Θα ενώσουμε τη σκηνή με την πλατεία του θεάτρου, τον στίβο με τις κερκίδες του σταδίου, το ιερό με το προαύλιο του ναού! Η υψηλότερη, η ευγενέστερη τέχνη είναι η τέχνη του ζην. Όσο η ζωή αποτελεί για τους περισσότερους ένα μονότονο πρελούδιο θανάτου, όσο οι λαοί απλώς επιβιώνουν επαναλαμβάνοντας αενάως, σαν αυτόματα, τις ίδιες ακριβώς κινήσεις, όσο κοιμούνται και ξυπνάνε, τρώνε, χέζουν και τεκνοποιούν κόβοντας βόλτες γύρω από την τρύπα του τάφου τους, η τέχνη έχει αποτύχει. [σελ. 426]
Ο Χωμενίδης επιθυμεί να μεταλαμπαδεύσει αυτή τη φλόγα του Κερκινού (τη φλόγα που τελικά τον καίει) στους αναγνώστες του. Και αυτό, ως κίνητρο, δεν μπορεί παρά να στέκει στα υψίπεδα της λογοτεχνίας. Ο Χωμενίδης όμως είναι αυτός που, παραδόξως, υποσκάπτει αυτή του την επιθυμία. Ο Χωμενίδης είναι αυτός που υποσκάπτει τον καλύτερό του εαυτό. Ίσως εν γνώσει του, ίσως, και αυτό θα ήταν χειρότερο, εν αγνοία του. Ίσως δεν επιθυμεί (ή δεν τολμά) να κάνει το βιβλίο πιο ελλειπτικό και αφαιρετικό από φόβο ότι θα φανεί στρυφνό και δυσνόητο, ίσως και πάλι όχι. Η ουσία είναι ότι ο συγγραφέας δεν αφήνει να υπαινιχθούν σκέψεις και πράξεις που πλαισιώνουν τις ζωές των ηρώων του, σκέψεις και πράξεις που θα έπρεπε να μπορεί να σκεφτεί ο αναγνώστης επειδή ο συγγραφέας θα του είχε δώσει τα αφηγηματικά εργαλεία για να το πράξει. Ο Χωμενίδης δεν αφήνει τον χώρο και τον χρόνο στον αναγνώστη να βυθιστεί μέσα στους ήρωες και να τους αφουγκραστεί γιατί επιμένει σε κάθε σελίδα του να ενσταλάζει το απρόοπτο που θα κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο. Συνειδητοποιήσα ότι οι αφηγηματικές μέρες, στην χωμενίδεια πραγματικότητα, φαντάζουν ίδιες όχι επειδή δεν συμβαίνει τίποτα, αλλά επειδή, τελικά, συμβαίνουν τόσο πολλά ώστε η αντιληπτική σου ικανότητα να ναρκώνεται. Ο συγγραφέας επιμένει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, να κάνει τα πάντα απτά και κατανοητά, συνήθως, στη κοινότοπη, σαρκική τους διάσταση. Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι ο αφηγηματικός ειρμός πέφτει θύμα στερεοτύπων, όπως, για παράδειγμα, ότι ο καλλιτέχνης για να μπει τελικά στην πόλη των ιδεών, στην πόλη που «[σ]την αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης», που λέει και ο Καβάφης, πρέπει, ο καλλιτέχνης, να έχει πονέσει πέραν του δέοντος. Σε ένα βιβλίο 500 σελίδων περιμένει κάποιος να συναντήσει μια εξήγηση για την καλλιτεχνική ενηλικίωση του ποιητή λιγότερο διεκπαιρεωτική από την ανάγκη του για «…έναν ανεξήγητο, άφατο θάνατο». Και αυτό θα ίσχυε ακόμη κι αν αυτή ήταν η ατόφια αλήθεια. Αν δηλαδή ο Σικελιανός είχε ωριμάσει σαν ποιητής επειδή έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν τέτοιο θάνατο. Το πρόβλημα, όπως έχουν υπογραμμίσει μεγάλοι δημιουργοί στο παρελθόν, είναι ότι παρότι η ζωή έχει το ελεύθερο, και μπορεί να είναι πιο αλλόκοτη από τα βιβλία, τα βιβλία πρέπει να διαθέτουν λογική και αληθοφάνεια. Η ζωή, σε αντίθεση με τη μυθοπλασία, δεν ρωτάει κανέναν για να πάρει ελευθερίες. Και εκεί έγκειται το μεγαλείο της, καθώς και η συνακόλουθη δυσκολία της τέχνης. Ο δρόμος για την αποτύπωση και, κυρίως, την κατανόηση της ζωής, περνάει τελικά μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της τέχνης.
Ο Χωμενίδης όμως, υποστηρίζω ότι το γνωρίζει πολύ καλά αυτό. Μας το έχει επισημάνει εξάλλου από το εισαγωγικό του σημείωμα: «Ο Φοίνικας […] [π]αρεκλίνει, απιστεί προς τη ζωή, αναζητώντας τη βαθύτερη ουσία της». Γνωρίζει, λοιπόν, πολύ καλά ότι πολλές φορές πρέπει να παραμορφώσεις ένα πράγμα για να συλλάβεις το πραγματικό του νόημα. Και δεν το γνωρίζει μόνο στα λόγια γιατί μέσα στο βιβλίο στήνει μια αριστοτεχνική επίθεση στον ανερχόμενο δημοσιογράφο Νικόλαο Κάνταρο, που δεν είναι άλλος από τον Νίκο Καζαντζάκη. Ο Χωμενίδης, εδώ, παραμορφώνει με μαεστρία και φειδώ την πραγματικότητα καθώς ο μυθοπλαστικός ειρμός του διακλαδίζεται και περιπλέκεται με αυτή. Επιστρατεύει στοιχεία από τον βίο (την εμμονή του στις ισχυρές προσωπικότητες) και το έργο (από τον Τελευταίο Πειρασμό) του ίδιου του Καζαντζάκη για να δείξει τη χαμέρπειά του απέναντι στον δήθεν φίλο του Άγγελο Σικελιανό. Το αποτέλεσμα φαντάζει εξίσου χειμαρρώδες και αυθόρμητο, μόνο που αυτή τη φορά δεν ναρκώνει τον αναγνώστη με την υπερβολή του καθότι από πίσω του κρύβεται, εμφανέστατα, το εργόχειρο του συγγραφέα. Ενώ λοιπόν, ο Χωμενίδης, έμπρακτα, το ξέρει το μάθημά του, ενίοτε παρασύρεται, και δεν σέβεται ότι αυτή η παραμόρφωση οφείλει να γίνεται με φειδώ.
Οι ανατινάξεις, για να μιλήσω και για ανατροπή κατεστημένων, υφιστάμενων (ιδεολογικών) κατασκευών πραγματοποιούνται (αν ποτέ πραγματοποιούνται), τελικά, μόνο ελεγχόμενα, με κόπο και σχεδιασμό από έμπειρους πυροτεχνουργούς. Η αλλαγή παραδείγματος—η ανάδειξη του «κόσμου κόσμημα» που επιθυμεί ο Χωμενίδης—δεν μπορεί να επέλθει με βακχικές επιθέσεις σε λουόμενες κορασίδες, ή με απαγγελίες ποιημάτων που ολοκληρώνονται με τους οργασμούς των γυναικών που τυγχάνει να είναι παρούσες. Δεν είναι απαραίτητο κάθε γυναίκα που γνωρίζει τον Κερκινό να επιθυμεί να τον κρεβατώσει για να απομυζήσει τους δημιουργικούς ή οποίους άλλους χυμούς του. Δε με ενοχλούν όλα αυτά από κάποια περίεργη σεμνοτυφία που κόλλησα ξαφνικά σε κάποιο κατηχητικό, αλλά επειδή θεωρώ ότι υποσκάπτουν, όπως είπα και στην αρχή, τον απώτερο σκοπό του βιβλίου. Και, επαναλαμβάνω, ότι αυτά δεν θα χρειαζόταν να ειπωθούν ακόμη κι αν ήταν η ατόφια αλήθεια. Για να μην πω ότι δεν θα επιτρεπόταν να ειπωθούν αν ήταν η ατόφια αλήθεια.
Λέει ο Κερκινός προς το τέλος του βιβλίου: «Καλά το καταλάβατε, ομνύω στον ελεύθερο έρωτα. Κι ο έρωτας ωστόσο δεν αποτελεί παρά έναν δρόμο—συχνά τον συντομότερο—προς τη θέωση…», και μεταφυσικά, δεν έχω καμιά αντίρρηση απέναντι σε κάτι τέτοιο. Η αντίρρησή μου δεν είναι με αυτά που λέει ο συγγραφέας, αλλά με τον τρόπο που τα λέει. Ο Χωμενίδης δεν είναι νεόκοπος συγγραφέας. Οι απαιτήσεις μου από εκείνον δεν είναι οι απαιτήσεις που θα είχα απέναντι σε κάποιον πρωτοεμφανιζόμενο. Επομένως, δεν μπορώ να δεχτώ ότι ο Χωμενίδης πέφτει, τελικά, θύμα της ίδιας του της σαγήνης με αποτέλεσμα σε κάθε ευκαιρία η γραφή του να ξεχειλίζει δον-ζουανισμό. Το μόνο που μπορώ να συμπεράνω είναι ότι το βιβλίο εσκεμμένα γράφτηκε έτσι για να έχει την μεγαλύτερη δυνατή απήχηση. Και αυτό είναι πέρα ως πέρα σεβαστό.
Όπως όμως θα πρέπει να είναι σεβαστό από τον συγγραφέα ότι υπάρχει και μια μεγάλη μερίδα αναγνωστών που θα επιθυμούσε να συνδιαλεχθεί με ένα κείμενο μεστό που θα προσέφερε βραδυφλεγείς απολαύσεις. Με ένα κείμενο που θα έφτανε στο ίδιο ακριβώς σημείο από διαφορετική όμως οδό. Δυστυχώς όμως, η κατηγορία αυτή, όσο μεγάλη και αν είναι, νομοτελειακά, θα είναι μικρότερη από αυτή που επιθυμεί να βλέπει τη συγγραφή, αχαλίνωτη, να ακκίζεται απέναντι στη μούσα της.
Συμφωνώ μαζί σας σε αρκετά σημεία του άρθρου. Νομίζω ότι ο συγγραφέας έριξε πολλά μπαχαρικά στο πιάτο του για να το κάνει πιο πικάντικο αλλά κάπου του χάλασε η συνταγή.
“Βραδυφλεγείς απολαύσεις ” …ειναι το απόσταγμα ενός αριστουργήματος ,δυστυχώς , οπως αναφέρετε ,χρειάστηκαν επεξηγήσεις για να καλύψουν την αναγνωστική και αγοραςτική γκάμα . Αυτή η έντονη “διαφάνεια” σε υπαρκτά πρόσωπα,που θεωρήθηκε μάλλον μικρή η ομάδα των αναγνωστών που θα τα αναγνωρίσει ,αφαιρεί τεράστιο ποσοστό αναγνωστικής απόλαυσης .Εξαιρετική και εμπεριστατωμένη η ανάλυση σας .