Τέλος Εποχής
13-07-2018

Στις 18 Αυγούστου του 1917 ξεσπάει η μεγάλη πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη. Η φωτιά, σε διάστημα 32 ωρών, θα κάψει χιλιάδες σπίτια, θα καταστρέψει διοικητικές υπηρεσίες, χώρους λατρείας, κέντρα διασκέδασης, καταστήματα, και θα αφήσει στο πέρασμά της αρκετές δεκάδες χιλιάδες άστεγους. Ο Θωμάς Κοροβίνης, με φόντο την επέλαση της φωτιάς θα στήσει μια ερωτική ιστορία μεταξύ του Τουρκαλβανού Ασλάν Καπλάν και της Ισπανοεβραίας Σαλώμης. Ο υπότιτλος του βιβλίου δεν αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεων: «Λαϊκό ρομάντζο τον καιρό της φωτιάς του ’17». Η μυθοπλαστική αυτή βάση όμως θα χρησιμοποιηθεί και για να ξεδιπλωθεί ένα φαντασμαγορικό λαογραφικό μωσαϊκό συνύπαρξης τριών βασικών εθνοτήτων, Σεφαραδιτών, Μουσουλμάνων, και Ελλήνων, αλλά και Γάλλων, Βρετανών, και Ιταλών που αποτελούσαν τη Στρατιά της Ανατολής, σε μια πόλη που έκανε τα πρώτα της βήματα ως κομμάτι της Ελλάδας.

Ο Ασλάν Καπλάν—το λιοντάρι τίγρης—είναι μια περσόνα βγαλμένη από παραμύθι και ερριμμένη σε μια πόλη, που, και αυτή με τη σειρά της, φαντάζει παραμυθένια. Θα πει κάπου προς την αρχή του βιβλίου ο Ασλάν Καπλάν στο κολλητάρι του, τον Αμβραμίκο: «Πήρανε τους ανθρώπους, τη ζωή μας δηλαδή, και τα κάνανε έργα στο σινεμά». Ο Κοροβίνης μάς κλείνει το μάτι: αυτά για τα οποία θα μιλήσει αναφέρονται σε καταστάσεις που ήταν γραφτό να γίνουν αντικείμενο μύθων, να τροφοδοτήσουν δηλαδή, όχι μόνο τη μυθοπλασία του μέλλοντος, αλλά και της εποχής τους. Ο Ασλάν Καπλάν είναι λοιπόν ένας Τσακιτζής της Δύσης, ένας Ρομπέν των δασών της Ανατολής, και συνάμα, ένας ασίκης Δον Ζουάν. Οι γυναίκες λιώνουν στο βλέμμα του, οι φίλοι του πίνουν κρασί στο όνομά του, οι μπαγαπόντες τον τρέμουν, οι φτωχοί και κατατρεγμένοι τον έχουν ίνδαλμά τους. Η μοιραία συνάντησή του με τη Σαλώμη θα γεννήσει τον κεραυνοβόλο έρωτα που θα φουντώσει παράλληλα με τη μεγάλη πυρκαγιά της πόλης. Πάνω στις δυο αυτές φωτιές, τη μεταφορική και την κυριολεκτική, θα στηριχθεί ο Κοροβίνης για να ξετυλίξει την ιστορία του. Στην πορεία, οι δύο πυρκαγιές θα κάψουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Το πάθος του Ασλάν Καπλάν για τη Σαλώμη, θα θολώσει το καθάριο βλέμμα του και θα νερώσει όλες του τις αξίες: θα αδιαφορήσει για την υγεία της αδερφής του, για την πολυαγαπημένη του γιαγιά, αλλά και για τους συμπολίτες του που θα παρακολουθήσουν, ανήμποροι, το βιός τους να γίνεται παρανάλωμα του πυρός.

Το βιβλίο διαβάζεται σε δυο καθισιές, και για κάποιον που δεν έχει καμία σχέση με τη Θεσσαλονίκη συνιστά έναν εντυπωσιακό, καρτ-ποσταλικό οδηγό της ιστορίας της. Έχω όμως μία ένσταση: η μυθοπλασία, σε πολλά σημεία, δεν καταφέρνει τελικά να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να οδηγήσει το βιβλίο όπως θα περίμενε κανείς σε ένα μυθιστόρημα. Το πάθος του Κοροβίνη για τα ήθη, την ιστορία, και τις παραδόσεις της πόλης φαίνεται να τον συνεπαίρνει σε τέτοιο βαθμό που τελικά η λαογραφία παίρνει το πάνω χέρι. Αισθάνθηκα σε αρκετά σημεία ότι η κίνηση των ηρώων μέσα στην πόλη, η πάγια σύμβαση του συγγραφέα για να μας σερβίρει τα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία που με κόπο έχει κάνει κτήμα του, δεν εξυπηρετούσε πηγαία τον αφηγηματικό μίτο της ερωτικής ιστορίας, αλλά γινόταν βάσει λαογραφικού πατρόν, στο τελικό προϊόν του οποίου μπορούσα να διακρίνω τις ραφές. Στο κεφάλαιο «Πανηγυράκι στην Αντιγονιδών», για παράδειγμα, ο συγγραφέας που θέλει να μας περάσει μια βόλτα από τα σημεία που έκαναν θαλάσσια μπάνια οι ντόπιοι της εποχής, γράφει: «Η ώρα ήταν δέκα. Η υπερθερμασμένη ατμόσφαιρα είχε κάνει τη διέλευση απ’ το κέντρο προβληματική. Η αναπνοή γινόταν δύσκολα, η δυσφορία ήταν μεγάλη. Εντελώς φυσικά ο μεγαλύτερος έριξε την ιδέα: Δεν βουτάμε στη θάλασσα να δροσιστούμε, φίλε μου Πίκολο;» (σελ. 105, έμφαση δική μου). Η ανησυχία του συγγραφέα για την αδιατάρακτη ροή της αφήγησης προδίδεται με τη χρήση αυτού του «φυσικά». Ο Κοροβίνης, σε μια απόπειρα να ξορκίσει τις αμφιβολίες του, τις υπογραμμίζει. Αλλά και στο επόμενο κεφάλαιο, «Στο Κουλέ Χαμάμ», ο συγγραφέας, που θέλει να επισκεφθούμε ένα χαμάμ, ανοίγει με την πρόταση «Τότε του κατέβηκε του παλικαρά η ιδέα να πάει στο χαμάμ». Εδώ, όσο και να θέλει ο αναγνώστης να αφεθεί στο παραμύθι και στην αφήγηση, αισθάνεται ότι κάποιος τον τραβάει με το ζόρι από το χέρι. Το ρομάντζο δηλαδή του Ασλάν Καπλάν με τη Σαλώμη ανταγωνίζεται το πλούσιο λαογραφικό πανόραμα, και τελικά χάνει. Το μυθιστόρημα, αφήνει κάτω από την επιφάνειά του να αχνοφαίνονται σε πολλά σημεία οι αρμοί των λαογραφικών προθέσεων.

Ίσως όμως και να είμαι δύσκολη περίπτωση αναγνώστη, όχι λόγω κάποιας ιδιοσυγκρασιακής εμμονής, αλλά γιατί ξεφεύγω τόσο πολύ από το κοινό στο οποίο, υποσυνείδητα, δύναται να απευθύνεται ο Κοροβίνης. Εξηγούμαι: επειδή δεν έχω βρεθεί πάρα δύο φορές στη Θεσσαλονίκη, μου είναι αδύνατον να βιώσω τη μέθεξη που θα ένιωθε ένας ντόπιος αναγνώστης, που σίγουρα θα μπορεί να τοποθετήσει τον εαυτό του σε πολλά σημεία του χάρτη που αναφέρονται στο βιβλίο, και έτσι εύκολα να παρασυρθεί από τον αφηγηματικό ειρμό και να φανταστεί ίσως ότι περπατάει τους δρόμους, τα σοκάκια, και τα καλντερίμια μαζί με τους ήρωες. Για να είμαι ακριβοδίκαιος όμως, δυστυχώς, υπάρχει και άλλη ανάγνωση αυτής της παρατήρησης, που τυγχάνει να είναι η ακριβώς αντίστροφη: είμαι ο ιδανικός αναγνώστης γιατί στηρίζομαι αποκλειστικά και μόνο στις ικανότητες του συγγραφέα για να βιώσω τον αφηγηματικό ειρμό καθότι δεν κουβαλάω προσωπικά βιώματα που με συνδέουν με την πόλη και που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στο να συναντήσω, με περισσότερη ευκολία, τις μυθιστορηματικές προθέσεις του Κοροβίνη κάπου στη μέση.

Αλλά για να μην κλείσω με αντιρρήσεις, ας αναφερθώ στη μεγάλη πρωταγωνίστρια του βιβλίου που δεν είναι άλλη από τη γλώσσα. Η αδιαμφισβήτητη ηρωίδα και πλανεύτρα του συγγραφέα είναι η γλώσσα που μιλούν οι ήρωές του. Η γλώσσα που συνιστά τη χειροπιαστή μετουσίωση της πολυπολιτισμικότητας της Θεσσαλονίκης την εποχή που τοποθετείται το βιβλίο. Ελληνικά, τούρκικα, αρβανίτικα, λαντίνο, γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά διασταυρώνουν τις λόγχες τους που σπινθηροβολούν σε μια πόλη που φλεγόμενη βιώνει το πέρασμά της σε μια νέα εποχή. Αν ο Κοροβίνης δεν μπορούσε να χειριστεί άψογα ένα τέτοιο αμάλγαμα δε θα μπορούσε να μεταφέρει με αληθοφάνεια την ιστορία της πόλης που φωτογραφίζει ο μυθιστορηματικός φακός, αλλά ούτε και να κάνει με αξιώσεις αισθητή την καταγραφή τής καταστροφής της. Ας αφήσω όμως τον ίδιο να μιλήσει ώστε να πάρετε κι εσείς μια τζούρα από ένα πρώτο πέρασμα του Ασλάν Καπλάν:

«Πρωί πρωί σηκώθηκε φουριόζος, νίφτηκε με βιάση στο μουσλούκι της αυλής, σεργιάνισε ένα λεπτό την ομορφιά του στο καθρεφτάκι που κρεμόταν από ένα χαμηλό κλωνί της λυγαριάς, έσιαξε με μια τσατσάρα το σπαστό μαλλί, έστρωσε στο κεφάλι του το καλπάκι του, σενιάρισε με επιμέλεια το μουστακάκι του το ασίκικο και μονολόγησε: -Σκίζεις χασέδες, σεβνταλή μου, όλες οι ομορφονιές χαλάλι σου!»

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*