Το βιβλίο παραλίγο και δε θα είχε φτάσει σε εμάς. Ο 62χρονος Ίταλο Σβέβο δεν ενδιαφερόταν για την έκδοσή του. Η ύπαρξη του οφείλεται στην παρότρυνση του Τζέιμς Τζόυς που το διάβασε το διάστημα που έζησε στην Τεργέστη διδάσκοντας αγγλικά. Το βιβλίο όμως δεν έπρεπε να έχει φτάσει σε εμάς και για έναν άλλο λόγο που άπτεται της πλοκής του: το κείμενο έχει γραφτεί από τον Ζήνωνα Κοζίνι και απευθύνεται στον ψυχαναλυτή του. Ο ψυχαναλυτής, ο Σ., το δημοσιεύει ως τιμωρία γιατί ο Ζήνων σταμάτησε τη θεραπεία. Από την πρώτη σελίδα, που μαθαίνουμε γι’ αυτή τη συνθήκη, η ψυχανάλυση έχει δεχτεί ένα καίριο πλήγμα. Είμαστε ουσιαστικά λαθραναγνώστες μιας μεγάλης συνεδρίας. Όποιος έχει διαβάσει κείμενα που αναφέρονται στην ψυχανάλυση θα έχει παρατηρήσει ότι η ταυτότητα του ασθενή αποκρύπτεται και στη θέση της εμφανίζεται ένα αρχικό του ονόματός του. Ο Σβέβο όμως πραγματοποιεί μια θεαματική αντιστροφή: ο Ζήνων Κοζίνι είναι ο ασθενής και ο γιατρός του παραμένει στην ανωνυμία. Οι τροχοί της ειρωνείας έχουν ήδη τεθεί σε κίνηση.
Όλοι κάποια στιγμή έχουμε επιδοθεί σε παρατηρήσεις και νουθεσίες, ενίοτε εύστοχες, για τις ζωές των άλλων, αλλά παράλληλα συνειδητοποιούμε ότι για τη δική μας δεν τα καταφέρνουμε εξίσου καλά. Είτε επειδή εθελοτυφλούμε, είτε επειδή γνήσια δεν μπορούμε να μας κοιτάξουμε όπως μας κοιτάζει ένας τρίτος. Ίσως αυτή η αδυναμία μας να έχει να κάνει με την αδυναμία του ματιού να δει τον εαυτό του, ίσως και πάλι όχι. Σε ένα σημείο (με καφκικές ίσως αποχρώσεις) στην αρχή του βιβλίου, ο Ζήνων, αφού θα τραυματίσει μια μύγα που πετάει γύρω του θα παρατηρήσει το άμοιρο έντομο καθώς πασχίζει πάνω στο γραφείο του. Θα του κάνει εντύπωση γιατί ενώ το έχει τραυματίσει στο πόδι, εκείνο επίμονα έτριβε τα φτερά του: «[…] ο μικρός εκείνος οργανισμός, έχοντας νιώσει τόσο πόνο, καθοδηγούνταν στην τεράστια προσπάθεια του από δύο λάθη: πρώτον, τρίβοντας με τόση επιμονή τα φτερά του που ήταν άθικτα, το έντομο αποκάλυπτε ότι δεν ήξερε από ποιο όργανο προερχόταν ο πόνος του, και δεύτερον, η επιμονή της προσπάθειάς του έδειχνε ότι μες στο μικροσκοπικό μυαλό του, υπήρχε η θεμελιώδης πεποίθηση ότι η υγεία είναι κάτι που όλοι δικαιούνται και ότι πρέπει να επιστρέφει όταν μας εγκαταλείπει». Έτσι και ο Ζήνων Κοζίνι θα επιδοθεί σε έναν χείμαρρο αυτοπαρατηρήσεων και αυτοκριτικής καθώς θα κληθεί να αποτυπώσει στο χαρτί, μετά από προτροπή του ψυχαναλυτή του, μεγάλα κομμάτια της ζωής του με σκοπό τη θεραπεία του. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο Ζήνων, παρότι διηγείται αξιοζήλευτα, παραμένει ανεκδιήγητος. Η αξιοπιστία του ως προσωπικότητα θα καταρρακωθεί πριν καν τελειώσει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που αναφέρεται στην προσπάθεια του να κόψει το τσιγάρο.
Αν κάποιοι επιμένουν να συγκρίνουν τον Σβέβο με τον Προυστ, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι το τσιγάρο συνιστά για τον Σβέβο το μαντλέν του. Ένα μαντλέν που μπορεί να μην ξεκλειδώνει τη μνήμη του Ζήνωνα με τον τρόπο που αυτό συμβαίνει στον Προυστ, αλλά που διαποτίζει σαν τη νικοτίνη κάθε έκφανση της ζωής του. Ο τρόπος με τον οποίο στέκεται απέναντι σε διάφορες καταστάσεις της ζωής του ο Ζήνων είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο στέκεται απέναντι στο τσιγάρο, και συγκεκριμένα, στην προσπάθεια του να το κόψει. Η προσπάθεια του, για παράδειγμα, να διακόψει τη σχέση του με την ερωμένη του δεν γίνεται να μη σου φέρει στο νου την προσπάθεια απεξάρτησής του από το τσιγάρο. Διαρκείς και επαναλαμβανόμενες απόπειρες διακοπής του—τα περίφημα τελευταία τσιγάρα που μετά γίνονται τελευταίες συναντήσεις με την ερωμένη του—τον κάνουν τελικά να συμβιβαστεί με αυτό. Ο εθισμός του στη νικοτίνη είναι ο εθισμός στο εγώ του, και κατ’ επέκταση στη ζωή την ίδια. Και όπως βλέπει την εμμονή του με το τσιγάρο ως αρρώστια, έτσι βλέπει, όπως ανακαλύπτουμε αργότερα, και την ίδια τη ζωή. Ο Ζήνων είναι ένας δεινός επινοητής συλλογισμών και δικαιολογιών ώστε να βγαίνει πάντα στην επιφάνεια: σχετικοποιεί, συμψηφίζει, εθελοτυφλεί, διαστρεβλώνει. Κάνει τα αδύνατα δυνατά, ή τα απίθανα πιθανά για να αποδείξει, κυρίως στον εαυτό του, ότι δεν φέρει μερίδιο ευθύνης για τις πράξεις του, ή ότι ακόμη και στις περιπτώσεις που μπορεί να έχει σφάλει, το σφάλμα του έχει απώτερο σκοπό το καλό των ανθρώπων που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον του.
Ο Ζήνων πασχίζει σε όλο το βιβλίο να βρει την υγεία που δεν έχει χάσει ποτέ. Παρουσιάζεται ως υποχόνδριος, ως κατά φαντασίαν ασθενής. Φτάνει μέχρι το σημείο να υποστηρίξει ότι ο κατά φαντασίαν άρρωστος βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα από τον αληθινά άρρωστο γιατί μόνο ο δεύτερος μπορεί να θεραπευτεί. Θαυμάζει την υγεία της γυναίκας του, «η υγεία δεν κάθεται να αναλύσει τον εαυτό της ούτε κοιτάζεται στον καθρέφτη. Μόνο εμείς οι άρρωστοι ξέρουμε κάτι για τον εαυτό μας», μας λέει ενώ διαρκώς προσδίδει στα άγχη του σωματική υπόσταση με τους πιο ευφάνταστους τρόπους. Συναντάει έναν γνωστό του που κουτσαίνει και καθώς αυτός του περιγράφει τους 54 μύες που κινούν τα πόδια, αρχίζει και ο ίδιος να τους νιώθει, και να κουτσαίνει. Πονάει ο γοφός και ο πήχης του κάθε στιγμή που νιώθει ότι κινδυνεύει να εκτεθεί στα μάτια των άλλων, «[η] παραμικρή απειλή μιας συμφοράς στην αρχή με συντρίβει, αμέσως όμως την ξεχνάω με την ακλόνητη βεβαιότητα ότι μπορώ να την αποφύγω», μας λέει ο Ζήνων για να καταλήξει όμως λίγο πριν το τέλος στο «[α]ντίθετα με άλλες αρρώστιες, η ζωή είναι θανατηφόρα. Δεν επιδέχεται θεραπείες». Η ζωή θεραπεύεται με τον θάνατο, μας λέει ο Ζήνων και ο Σβέβο μάς φέρνει τόσο γλυκά σε αυτό το σημείο που σχεδόν γελάμε.
Το βιβλίο διαβάζεται ως κωμωδία. Στο επίμετρο του Τζέιμς Γουντ, που συνοδεύει τη συγκεκριμένη έκδοση, προσφέρεται μια εξαιρετική ανάλυση πάνω σε μια τέτοια ανάγνωση. Θα ήθελα όμως να προτείνω μια ανάγνωση, ως επί το πλείστον, ειρωνική, βασισμένη στον αδυσώπητο εγωκεντρισμό του Ζήνωνα. Ο αδυναμία του Ζήνωνα να κοιτάξει πέρα από τον εαυτό του, που παρουσιάζεται στο βιβλίο με γλαφυρή κωμικότητα και εντυπωσιάζει γιατί στο τέλος ο Ζήνων καταφέρνει να αναδειχθεί σε υπόδειγμα συζύγου, γαμπρού, και φίλου, συνιστά τη μεγάλη του δύναμη. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι πρόθεση του Σβέβο είναι να αναδείξει την τυχαιότητα ως τον κύριο μοχλό κίνησης μιας τόσο εγωκεντρικής προσωπικότητας. Μόνο κατά τύχη, δηλαδή, κάποιος σαν τον Ζήνωνα Κοζίνι θα μπορούσε τελικά να καταξιωθεί. Αλλά εγώ θα ήθελα να προτείνω ότι ο Σβέβο, βάζει, παραδόξως, αυτόν ακριβώς τον εγωκεντρισμό ως τον λόγο επιτυχίας του Ζήνωνα. Ο Σβέβο είναι σαν να μας λέει ότι αν αφοσιωθείς στον εαυτό σου με θρησκευτική προσήλωση τότε και μόνον τότε θα περισσέψει και κάτι για να στάξει και στους ανθρώπους γύρω σου. Ο Σβέβο όμως θεωρώ ότι προτείνει κάτι τέτοιο με πλήρη επίγνωση της υπαρξιακής ειρωνείας που αυτό συνεπάγεται. «Η ζωή δεν είναι ούτε ωραία ούτε άσχημη, είναι πρωτότυπη», λέει προς το τέλος ο Ζήνων. Και είναι τόσο πρωτότυπη που μπορεί να κάνει ακόμη και έναν ακραία εγωκεντρικό να αγαπηθεί και να καταξιωθεί από τους οικείους του. Η γυναίκα του τον λατρεύει, η κουνιάδα του τον θεωρεί τον ιδανικό σύζυγο, η πεθερά του τον θαυμάζει, ο μπατζανάκης του τον βλέπει ως τον μοναδικό του φίλο. Τα κίνητρά του Ζήνωνα μπορεί πάντοτε να είναι ποταπά, γιατί πηγάζουν από το υπερφίαλο εγώ του, αλλά οι πράξεις του, στο τέλος, εκβάλλουν και διαβάζονται από τους οικείους του ως μεγαλόθυμες. Και αυτό, συνιστά ύψιστη ειρωνεία.
Η όποια σοβαρότητα της εξομολόγησης του Ζήνωνα εξισορροπείται από τη δήλωση του, σε κομβικά σημεία, της αναξιοπιστίας του ως αφηγητή. Στο τέλος, παραμένει σ’ εμάς τους αναγνώστες ο τρόπος διαχείρισης της πληθώρας των αφορισμών του. Διαθέτουν αβάσταχτη ελαφρότητα, όπως θα έλεγε ένας Κούντερα; Είναι η απέλπιδα προσπάθεια ενός ασθενή να θεραπευτεί; Ίσως να θεραπευτεί από τον ίδιο του τον θεραπευτή; Το κείμενο βρίθει βαθυστόχαστων παρατηρήσεων που τελικά δεν συνεισφέρουν τίποτα στο να γίνει ο Ζήνων καλύτερος άνθρωπος. Είναι παρατηρήσεις προς δική μας τέρψη (και όχι γνώση) και συμμόρφωση.