Η Σώτη Τριανταφύλλου έγραψε ένα βιβλίο που μόνο ως μέτριο μπορεί να θεωρηθεί καλό. Και επειδή το βιβλίο είναι αξιοθαύμαστα μέτριο, τελικά, είναι και καλό. Τι θα πει όμως «αξιοθαύμαστα μέτριο», και πώς αυτό δύναται να είναι καλό; Το Τέλος του Κόσμου σε Αγγλικό Κήπο μπορεί να φέρει στο εξώφυλλο το όνομα της Σώτης Τριανταφύλλου και το λογότυπο των εκδόσεων Πατάκη, αλλά το βιβλίο είναι γραμμένο από τον Βενέδικτο Σίλκοξ και την έκδοση του, στο Λονδίνο του 1668, έχει αναλάβει ο παρεμβατικός Α.Χ. Σίντνεϋ. Μόνο μέσα από αυτό το μεταμοντέρνο πρίσμα μπορεί το βιβλίο να θεωρηθεί καλό. Ο μηχανισμός αυτός είναι που προσδίδει στο βιβλίο τη σπιρτάδα που, αν δοκιμάσεις να το διαβάσεις ως βιβλίο της Τριανταφύλλου, θα αισθανθείς αμέσως ότι του λείπει. Γιατί η Σώτη Τριανταφύλλου είναι σαφώς ανώτερη συγγραφέας από τον Βενέδικτο Σίλκοξ που τυγχάνει να είναι κατασκεύασμά της. Το βιβλίο είναι λοιπόν καλό, ως αξιοθαύμαστα μέτριο, γιατί είναι τεχνηέντως μέτριο.
Ο Βενέδικτος Σίλκοξ είναι ένας ηλικιωμένος (ετών 49!) που στα τελευταία του, γράφει το ανά χείρας βιβλίο. Ένα βιβλίο για τη ζωή και τον θάνατο του φίλου του Λούσιους Πρέσκοτ. Από τις πρώτες σελίδες της αφήγησης του Σίλκοξ, η Τριανταφύλλου, τον βάζει να πλατειάζει, να αοριστολογεί, να πετάει αφορισμούς που έχει ακούσει δεξιά και αριστερά και δεν καταλαβαίνει τι σημαίνουν. Η γραφή του στερείται ρυμοτομίας και οικονομίας, και παραμένει έρμαιο του θυμικού του. Και μιλάμε και για την β’ (αναθεωρημένη) έκδοση του βιβλίου (του). Ο εκδότης, Α.Χ. Σίντνεϋ, σε μια από τις πρώτες παρεμβάσεις του, με τη μορφή υποσημείωσης, μας πληροφορεί ότι η πρώτη έκδοση του βιβλίου περιείχε «[…] ατελείωτες περιγραφές των ερωτικών του συνευρέσεων και των φαντασιώσεων του με τη Σουζάννα […]», τις οποίες και αφαίρεσε στη δεύτερη.
Η Σουζάννα, στη μνήμη της οποίας είναι αφιερωμένο το βιβλίο, είναι το τρίτο πρόσωπο σε αυτή την ιστορία που γράφει ο Σίλκοξ για τον φίλο του Λούσιους Πρέσκοτ. Μέσα όμως από αυτή την ερωτική ιστορία—το ερωτικό τρίγωνο, αν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο—ο Σίλκοξ μάς αφηγείται, όχι μόνο τη δική του ιστορία αλλά και την ιστορία της Αγγλίας και του Λονδίνου κατά το μεγαλύτερο μέρος του 17ου αιώνα. Διαβάζουμε για την πανούκλα τού 1636 στο Λονδίνο, τον αιματηρό εμφύλιο ανάμεσα σε βασιλόφρονες και κοινοβουλευτικούς που θα ξεκινήσει το 1642 και θα κρατήσει μέχρι το 1651, για την άνοδο του Κρόμγουελ στην εξουσία, για τις διώξεις και το κλίμα τρόμου του νέου καθεστώτος, για τον θάνατο του Κρόμγουελ, την επιστροφή του Κάρολου στο θρόνο, τις διώξεις που έφερε η παλινόρθωση, την πανούκλα του 1665, τη φωτιά του 1666 που έκαψε σχεδόν όλο το Λονδίνο. Και όλα αυτά δοσμένα με τυπικό αγγλικό φλέγμα στην πλήρη κωμικοτραγική τους διάσταση. Βρήκα ιδιαιτέρως διασκεδαστικό το γεγονός ότι η Τριανταφύλλου, μοιάζει, σε αρκετά σημεία, σα να μεταφράζει τον εαυτό της από τα αγγλικά στα ελληνικά.
Αυτό που αποκομίζει κάποιος από το βιβλίο είναι το πόσο αστείο φαντάζει τελικά να μιλάει κανείς για έρωτα, πόσο μάλλον για ένα ερωτικό τρίγωνο, μέσα σε ένα τέτοιο ιστορικό περιβάλλον. Σχολιάζει ο εκδότης σε μια υποσημείωση για το Όνειρο Θερινής Νυκτός του Σαίξπηρ, «ο κύριος Πιπς θεωρεί το έργο “το πιο ανούσιο και γελοίο” που έχει δει ποτέ του: τον έχω ακούσει με τα αυτιά μου να το λέει. Και να προσθέτει συνοφρυωμένος: “Μετά το Ρωμαίος και Ιουλιέτα, που απευθύνεται σε χαζούς.”», και όλο αυτό γράφεται στο τέλος του βιβλίου για να υπογραμμίσει το πόσο σαχλό φαντάζει στον απλό άνθρωπο το θέμα του έρωτα στη λογοτεχνία (και η λογοτεχνία γενικά) της εποχής. Η Σώτη Τριανταφύλλου—πάντα μέσω Σίλκοξ—δεν αφηγείται τις ζωές τριών απλών ανθρώπων με φόντο τα ιστορικά γεγονότα του 17ου αιώνα, αλλά μας δείχνει με μαεστρία πόσο δύσκολο είναι να αφηγηθείς μια ιστορία τριών απλών ανθρώπων μέσα σε έναν κόσμο που αδιαφορεί κατάφωρα για τον (απλό) άνθρωπο. Η συγγραφέας δείχνει πως τα ιστορικά γεγονότα της εποχής επισκιάζουν τόσο πολύ τις ζωές αυτών των ανθρώπων, που ακόμα και όταν πάνε να τις αφηγηθούν οι ίδιοι, με όλες τις αδυναμίες τους, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα να πουν που να μην είναι αναπόδραστα δεμένο με κάποιο ιστορικό-πολιτικό γεγονός, ή με μια στυγνή καθημερινότητα που αργά ή γρήγορα τους συνθλίβει. Όταν ο Βενέδικτος Σίλκοξ θα προσπαθήσει με τα πενιχρά του προσόντα να αποτυπώσει στο χαρτί μια αφήγηση το μόνο που θα καταφέρει είναι να παραθέσει στιγμιότυπα της ζωής του, καθώς και των άλλων δύο ηρώων του, απέναντι στα ισοπεδωτικά γεγονότα της εποχής του. Ο προσωπικός χώρος και χρόνος (μέση διάρκεια ζωής τα 45 έτη) μέσα στον οποίο κάποιος θα μπορούσε να αναζητήσει την ευτυχία, ή έστω την πραγμάτωση κάποιων στόχων του είναι τόσο περιορισμένος που κάνει τα πάντα να φαντάζουν ένα κακόγουστο υπαρξιακό αστείο.
«Έζησα αδιαφορώντας για τους ανθρώπους· ω δεν είμαι μόνος! […] Αυτή η αδιαφορία μου, το συνειδητοποιώ τώρα, έκανε ασήμαντα τα γεγονότα της ζωής μου· δε μου συνέβη τίποτα που να αξίζει να αφηγηθώ», γράφει ο Σίλκοξ προς το τέλος του βιβλίου (του) και παρότι εύκολα θα μπορούσε κάποιος να ερμηνεύσει αυτή την αδιαφορία ως εγωκεντρισμό, θεωρώ ότι θα έπραττε λανθασμένα. Γιατί τότε θα ερμήνευε ένα κείμενο του 1668—το τέχνασμα της Τριανταφύλλου το υπογραμμίζει αυτό—με το βλέμμα του σύγχρονου αναγνώστη, που χωρίς δεύτερη σκέψη θα κατηγορούσε τον Σίλκοξ. Η αδιαφορία όμως του Σίλκοξ για τους συνανθρώπους του συνιστά ενεργό κομμάτι της άμυνάς του απέναντι στον ισοπεδωτικό παροξυσμό της εποχής του. Δεν αδιαφορεί κάποιος μόνο από εγωκεντρισμό, αλλά και όταν τα ερεθίσματα που δέχεται χαρακτηρίζονται από τέτοια σφοδρότητα και διάρκεια που νεκρώνουν την αντιληπτική του ικανότητα. «Γράφουμε για ό,τι χάσαμε, για όσα αποτύχαμε», μας λέει στο τέλος ο Σίλκοξ. Η ζωή ως ύπαρξη με αξιώσεις στην ευτυχία, και όχι ως απλή βιολογική ωρίμανση που χαρακτήριζε τον 17ο αιώνα, θα αργούσε πολύ ακόμα. Ο προσωπικός χώρος και χρόνος για να ανθίσει ο έρωτας, όπως τουλάχιστον τον αντιλαμβανόμαστε εμείς σήμερα, θα ερχόταν πολύ αργότερα. Όπως θα ερχόταν πολύ αργότερα και η στιγμή που ο απλός άνθρωπος (το αντίστοιχο του κύριου Πιπς) θα μπορούσε να βλέπει έργα όπως το Όνειρο Θερινής Νυκτός και το Ρωμαίος και Ιουλιέτα και να μην τα θεωρεί «ανούσια και γελοία». Η Τριανταφύλλου, μέσω του Σίλκοξ, μας προσφέρει ένα τέτοιο έργο, που μπορεί στην εποχή του να μην παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον, «[…] πόσο μάταιο είναι να γράφεις ένα βιβλίο που δεν αρέσει σε κανέναν: ούτε στους θεοσεβούμενους, ούτε στους ελευθεριάζοντες, ούτε στους φιλοσόφους που μας προτρέπουν να δούμε την ομορφιά του σύμπαντος», μονολογεί ο Σίλκοξ στο τέλος του βιβλίου (του), αλλά που τουλάχιστον σήμερα μπορεί να διαβαστεί προσφέροντας ικανοποίηση ακόμα και μόνο λόγω της υπέροχα κατασκευασμένης μετριότητάς του.