Tην συναντούσα κάθε μέρα. Ίδια ώρα κάθε πρωί. Ακριβώς τότε που ο ήλιος έπεφτε κόντρα στο τζάμι της εξώπορτας και με τύφλωνε όταν σήκωνα τα μάτια μου να την κοιτάξω στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου.
Είχε έρθει εδώ και πέντε χρόνια στη γωνιακή γκαρσονιέρα και της άρεσε να καθαρίζει την εξωτερική μονάδα του αιρ κοντίσιον χειμώνα καλοκαίρι.
Μερικοί την έβριζαν επειδή τους έβρεχε με την μάνικα του λάστιχου καθώς ξέπλενε τα απορρυπαντικά που επιμελώς άπλωνε πάνω στο σιδερένιο κουτί. Βέβαια, ο κλιματισμός δεν λειτουργούσε και εκείνη το είχε μετατρέψει σε τραπέζι.
-Σου αρέσει η μοναξιά; Ε Φλό;
-Όχι. Αλλά βρίσκει δύσκολα άντρα ή γυναίκα να είναι άνθρωπος. Τους έχεις μάθει κάθε μέρα με το τραπέζι στρωμένο με φαγητό και κρύο νερό μέσα στο ποτήρι και ευχαριστώ δεν λένε.
-Ναι, έχεις δίκιο, της απάντησα και έσκυψα να ποτίζω τα λουλούδια του πεζοδρομίου.
Τόσα χρόνια αν με ρωτούσες για το πρόσωπο της Φλο δεν ήξερα να σου πω ποια είναι. Μόνο τους πρησμένους αστραγάλους της είχα δει τόσα χρόνια. Ήξερα και τις παντόφλες της και την γεροντίστικη συνήθειά της να φοράει διαφανή σοσόνια που έπνιγαν το κρέας της με το σφιχτό λάστιχό τους. Βέβαια, αν την έβλεπα θα την αναγνώριζα. Δεν είχε το πρόσωπο του απογοητευμένου.
Δεν θα αναμασούσε με κάποια μασέλα τα νιάτα και τις μνήμες.
Κάτι άλλο θα την ξεχώριζε.
Κάτι τρομερό που έχουν όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι.
Κάτι που σημειώνεται σαν άνω τελειά στα αδρά χαρακτηριστικά.
Κάτι αυγινό και ψέμα.
Ατραγούδιστο πρόσωπο.
Μαλακό πρόσωπο.
Κουρασμένο πρόσωπο σαν θέση τρόλεϊ και χαλασμένος βηματοδότης που δεν έσωσε παρά θέρισε κόσμο.
Σαν κεραυνός που σου έρχεται στο δόξα πατρί και λες ευχαριστώ που επιλέχθηκα να καψαλιστώ παρά να αφήσω το σαρκίο μου κάτω από την υγρασία της τοξικής σας γης.
Κάπως έτσι, σαν παραμύθι από ένα στόμα σε ένα στόμα και ποτέ ον- viral.