Ο Ώθορ ένιωσε πως τον έβλεπαν και κοίταξε με το όπισθεν μάτι. Την είδε να χει το πρόσωπο χιαστί- τα φρύδια με τα μήλα της σχημάτιζαν το Χι του Αγίου Ανδρέου, με το κέντρο στο δοξαπατρί, στον Τρίτο Οφθαλμό. Ήταν θετικό σημάδι. Του είχαν δηλώσει πως ποτέ δεν πρόσεχε καλοντυμένες, ευπρεπείς, συσταζούμενες Εκείνες. Απεναντίας, κολλούσε στις ανήσυχες, στις διαφορετικές, στις δακρυσμένες. Ο Ώθορ έκλεισε το όπισθεν μάτι και λειτούργησε την ευρυγώνια όραση εκ των κροτάφων. Είχε δίκιο. Στο βλέμμα.
Κανένας, πάνω στον σταυρό που σχημάτιζαν η Λεωφόρος με τον πεζόδρομο, δεν είχε πάρει είδηση πως Εκείνη κοίταζε έναν συγγραφέα, ή το πολύ, έναν παιχνιδιάρη ασβό.
Διότι ο Ώθορ ήθελε να τον εκτιμούν για τις σπάνιες, κρυμμένες αρετές του.
Που κουνούσε τα αφτιά. Που μπορούσε να τρεμοπαίξει το κάθε μάτι χωριστά. Που ενώνοντας τις μύτες δύο μολυβιών, μπορούσε να γράψει ως αμφίχειρας, κανονικά και ως εν εσόπτρω. Για τίποτε άλλο.
Αλλά αυτά εάν συνέβαιναν ,τύχαιναν μονίμως σε άλλον πλανήτη.
Ο Ώθορ δεν ήθελε να γράφει. Μήτε τότε, μήτε τώρα, μήτε τίποτε.