Μεγάλωσα μέσα σε μία απόχη, σκυφτά και βιαστικά. Μίλαγα δύσκολα, συνήθως με χώματα, που ίσως και να είχα καταπιεί. Για ό,τι με λερώνει βουβάθηκα κι έγινα δράκος, κόκκινο φίδι και πριγκηπέσσα μαζί. Τότε σταμάτησα να τρέχω και πετροβολούσα τα πλοία επειδή έφευγαν. Κι έλεγα πάντα, νομίζω πως σ’αγαπώ, ακόμα κι όταν ήμουν σίγουρη. Σχεδόν τα κατάφερα να συρθώ από μέσα μου, συντρίμμι σχεδόν από το μεγαλείο όλων όσων δεν έπραξα. Κι ο κόμπος στα χέρια να μη φεύγει. Να δένεται τριγύρω τους και να συνθλίβει κάθε φωνή. Ποτέ δεν έμαθα να γράφω. Μόνο να διαβάζω ξέρω. Μέχρι να με αποτελειώσουν οι λέξεις. Πριν, τελειώσουν, κι αυτές.
Χέρια δεμένα
21-11-2017