Το ερείπιο κάποιου σπιτιού ή το γιαπί ενός άλλου, στέγασαν τις ερωτικές συνευρέσεις μας στην διάρκεια της εφηβείας και λίγο μετά. Το ένα είχε κλείσει τον κύκλο της ζωής του κι εμείς του δίναμε μια μικρή παράταση, με την γυμνή νεότητα να λάμπει στο σκοτάδι. Το άλλο δεν είχε προλάβει, ακόμη να τον ανοίξει, να γίνει κανονικό σπίτι, δηλαδή. Σπεύδαμε να το εγκαινιάσουμε πρώτοι εμείς, τότε που απεγνωσμένα αναζητούσαμε κρυψώνα, κάπου να στεγάσουμε προσωρινά την βασανιστική μας έξαψη. Και να προφυλαχτούμε από τα αδιάκριτα βλέμματα της γειτονιάς που καραδοκούσε σε αυλές και σε μπαλκόνια. Ήμασταν παιδιά της συνοικίας, δεν είχαμε σύμμαχο την φύση, κανέναν δεν είχαμε.
Ποτέ δεν έμαθαν οι ανυποψίαστοι ιδιοκτήτες ποιοι τελευταίοι τίμησαν το γκρεμίδι τους ή ποιοι πρώτοι με τις ανάρμοστες ερωτικές σπονδές τους, έκαναν σεφτέ στο τίμιο σπιτικό τους!