89. Η κουστωδία
Έφεραν την Αϊσέ, ξεπερνώντας το βουνό, σε ένα ερημωμένο κάστρο, κι ολόγυρα η έρημος. Από παντού ανοιχτωσιά και μόνον η Ανατολή έκλεινε τον ορίζοντα με ένα τριγωνικό βουνό που έμοιαζε με πυραμίδα. Στη μέση του φαινόταν ευδιάκριτα, μια σπηλιά.
Προσπέρασαν μερικές οικογένειες σκηνιτών που χάζευαν την κουστωδία και στην τελευταία, άφησαν έναν από την ομάδα να περιμένει, κρατώντας ένα καθρεφτάκι χειρός, από τα ταπεινά που κρατούσαν οι γυναίκες για το κραγιόν.
Η πομπή ανέβηκε μετά κόπου στο βουνό και μπήκε στην σπηλιά. Ήταν στεγνή και μοσχοβολούσε. Έβαλαν την κοπελιά να σταθεί κοιτάζοντας το ερειπωμένο κάστρο, κι ας ήταν τα μάτια της λευκά, ωσάν ασπράδι αυγού ορτυκιού. Σώρευσαν γύρω της αμέτρητες οκάδες ορυκτό αλάτι, και της έδωσαν να πιεί λησμονοβότανο και πικρή τριμμένη πικραλίδα. Βουτούσαν με τις χούφτες το αλεύρι σε κόλλα φτιαγμένη από μάννα και κάκτο. Από τα πόδια, ως τον λαιμό.
Η Αϊσέ δεν αντιδρούσε. Μπορεί να έφταιγε η ντατούρα και ο μανδραγόρας, το κώνειο και το ξεχασμένο σιρόπι από σπάνιο ρετσίνι σοφά φυλαγμένης ροδακινιάς. Και με το υπόλοιπο του μίγματος, έχυσαν στο κεφάλι της το ιξώδες υγρό. Τελευταία άφησαν τα μάτια που δεν έβλεπαν.
Τότε συναστρία πλανητών συνέπεσε με λάμψη από πτερά αγγέλων, εστάθη ο ποταμός του Γαλαξία και το βουνό μαλάκωσε ωσάν το βρεγμένο ψωμί και η κουστωδία βούλιαξε μέσα του, ώσπου να απομείνει ένα λευκό άγαλμα σε μια στεγνή σπηλιά.
Οι μάντεις και οι οιωνοσκόποι της ερήμου που γέμισαν έκτοτε την ερημο και έστησαν το παζάρι τους, εξηγούσαν πως η λευκή θεά τότε εγνώρισε τις κρυφές ηδονές του θανάτου και το βλέμμα της ανοίχτηκε στις ομορφιές του άλλου κόσμου. Και η ζωή, ως εγκληματική διαδοχή πόνου και υστερίας, άρχισε να φεύγει από το τοπίο και να χάνεται προς την Κασπία και το Ασουάν, προς το Στάλινγραδ και τα μεγάλα ποτάμια, ενώ οι νεκροί όλων των μαχών ανασάλεψαν ως φερτή ύλη, προκάλεσαν σεισμό και όλα έγιναν και πάλι συνηθισμένα.
Ο άνθρωπος με το καθρεφτάκι, πέρασαν μέρες πολλές και κάθε φορά που ο πρωινός ήλιος φώτιζε την σπηλιά και το άγαλμα, αναζητούσε με το μαραφέτι για κραγιόν, ένα χρυσό φως. Όταν χρύσισε η ζώνη των ματιών της Αϊσέ, έβαλε στην τσέπη το καθρεφτάκι και αποφάσισε να κατοικήσει το ερημόκαστρο. Οι πλανήτες είχαν συμφωνήσει.