88. Το μαρτύριο δεν είναι ηδονή
Ο μόνος έμπειρος ναυτικός στο τσούρμο, όταν φώτισε ο παγωμένος ήλιος την ακτή, αναγνώρισε τους υψηλούς λόφους που τριγύριζαν τα Κοτύωρα, την περιοχή Ορντού. Το είπε στους υπόλοιπους και τους έπεισε να αράξουν μετά από πλόα μιας ημέρας στο ποτάμι των Γυναικών. Αν ανάμεσά τους υπήρχε κάποιος διαβασμένος, θα τους εξηγούσε πως εκεί ήταν η εκβολή του Αρχαίου Θερμώδοντος, του βασιλείου των Αμαζόνων. Η μόνη δυσκολία ήταν πως εκεί βασίλευε ένα ανίκητο, πηχτό πούσι και έπειτα το σκότος. Αλλά ήταν ο μόνος τρόπος να ξεμπαρκάρουν ατιμώρητοι.
Έπειτα από δύο ημερών ταξίδι στα ρηχάδια, η σκούνα προσάραξε στις θίνες ενός άξενου ποταμού. Ερημιά. Καθώς το τσούρμο ήθελε να συναντήσει κόσμο, αλλά να μην παίζει τον ναύτη καλεναύτη, βγήκαν όλοι με τις φελούκες, μόνο με τις πιστόλες και τα μασάτια τους και έσυραν τις κοπέλες έξω ντύνοντάς τες με αποφόρια. Και πρώτα θέλησαν να τιμωρήσουν την Άφρα που σκότωσε τον ναύκληρο. Τσακώθηκαν στο πως να την σκοτώσουν. Τελικά, την σταύρωσαν σε δύο μαδέρια χιαστί και έβαλαν φωτιά στη σκούνα χάρη σε ένα βαρελάκι μπαρούτη. Το πλεούμενο στέναξε, σηκώθηκε μεγάλη, τριζάτη φωτιά και έπειτα τριγύρισαν την Άφρα που ήταν απαθής και την πυροβολούσαν ώσπου να βαρεθούν. Μετά, άφησαν το πτώμα της, να χαθεί μέσα στο πούσι.
Η Αϊσέ είχε δραπετεύσει από την χώρα της αγωνίας και του τρόμου και είδε το μαρτύριο της κοπέλας. Αλλά δεν φοβόταν πια. Δεν ήξερε το γιατί. Μέσα της ήξερε πως δεν θα πεθάνει. Πέρασαν λίγες ώρες, ώσπου εμφανίστηκαν παράξενοι άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Το τσούρμο προσπάθησε να τους φερθεί φιλικά, αλλά ήταν πολλοί και θυμωμένοι άνθρωποι. Και μόλις αντίκρυσαν την Αϊσέ, της φόρεσαν στεφάνι και την προσκύνησαν. Μετά, στράφηκαν στην υπόλοιπη παρέα και τους πήρε ένα ολόκληρο απόγευμα να τους συλλάβουν, να τους δέσουν και να τους πελεκήσουν με μια παράξενη αξίνα, ώσπου να ξεψυχήσουν.
Η Αϊσέ δεν μπορούσε να βαδίσει ξυπόλητη και την κουβαλούσαν στα χέρια, τραγουδώντας. Περπάτησαν σε ένα βαθύ ρουμάνι, έπειτα στην όχθη μιας λιμνούλας και άρχισαν να ανεβαίνουν δύσκολα ένα βουνό. Δε μιλούσαν.
Κι ενώ ένα μεγαλόπρεπο φεγγάρι στεφάνωνε την κορυφή του, τα σπλάγχνα της Αϊσέ γέμισαν προσδοκία και ηδονή και έχασε το φως της. Πάλι.