Οι ηδονές της Αϊσέ [87]
03-08-2018

87. Ρεσάλτο

 

Τρίτη μέρα του ταξιδιού και επειδή δε μοιράστηκε σωστά το νερό και μαχαίρωσαν τον μάγειρα, το πλήρωμα στασίασε. Απλώς κατέβασε το τσούρμο τα πανιά και η σκούνα έμεινε ξυλάρμενη στο βουβό κύμα. Δεν έσπασαν απλώς την πόρτα της πρύμνης, αλλά της έβαλαν φωτιά. Δεν είχαν αρχηγό κι αφέντη, αλλά μόνον δύο ψυχοκόρες που ήταν στη διάθεσή τους. Καθώς ναυτολογήθηκαν από τον ναύκληρο που ήταν νεκρός, κανένας δεν ήξερε τον αριθμό τους. Πάντως ανακάλυψαν βαρέλια και ντουλάπια με παστά και τουρσιά, στράγγιξαν όποιο μπουκάλι με σπίρτο συντύχανε κι έπειτα, πήραν σειρά να βατέψουν τις γυναίκες.

Σειρά. Μήτε πίεση, μήτε βία. Στέκονταν σα να περίμεναν διανομή κουπονιών, και ανά δύο έμπαιναν στο δωμάτιο και άρπαζαν από την Άφρα και την Αϊσέ την συμπεριφορά που επιθυμούσαν. Εβένινοι ή με φεσάκια, έφηβοι αλλά και αργασμένα γερόντια άπλυτα, τις έρριχναν στα σανίδια, ποτέ στο κρεββάτι και τις έπαιρναν απότομα, αγκομαχώντας, κι έπειτα επέστρεφαν στην ουρά, να πάρουνε σειρά.

Δεν άκουγαν μήτε παρακάλια, μήτε τσιρίδες. Οι δυο νέες γυναίκες υπέμεναν στωικά, φωνάζοντας όταν πονούσαν, κρατώντας κλειστά τα μάτια επί αμέτρητες ώρες.

Ήρθε μια ευλογημένη ώρα και κουράστηκαν, αλλά η ώρα αυτή έφτασε μετά απο τρία εικοσιτετράωρα. Καθώς πρώτη η Άφρα προσπάθησε να πέσει στη θάλασσα, τις έδεσαν και τις δύο από το πόδι και τις έσυραν την κουβέρτα της πλώρης. Μετά συνεδρίασαν με αγριοφωνάρες και άρχισαν να σοφίζονται τρόπους να συνεχίσουν τη ζωή τους. Ακούστηκαν πολλά. Άλλοι έλεγαν να μπούνε σε βάρκες και να παίξουν τους ναυαγούς, άλλοι να βγούνε σε ένα λιμάνι και να σκοτώσουν τη σκούνα σε κάποιον απατεώνα, πάμφθηνα. Κοιμόταν και τρώγανε, πετώντας λίγο νερό και γαλέτα στις κοπέλες, ώσπου, ξημερώνοντας πάλι, επέστρεψε ο πόθος και άρχισαν να παιδεύουν τις γυναίκες, όχι πλέον με σειρά και τάξη, αλλά επιχειρώντας ανήκουστα νούμερα εναντίον τους, σε μικρές ομάδες των δύο και των τριών. Δυο φορές νομίζω τις έπλυναν με θαλασσινό νερό, κι ας πάγωναν, αφού τις είχαν απαλλάξει από τα κουρέλια και τα ρούχα τους. Μερικοί ήσαντε κατάκοποι, αλλά οι μικρότεροι οργίαζαν ακούραστοι.

Το κύμα, ένα παράξενο αντιμάμαλο, οδήγησε παθητικά τη σκούνα κάτω από έναν ασυνήθιστα φωτεινό γαλαξία, στα φωτάκια μιας άγνωστης ακτής, ενώ το νερό άστραφτε παροδικά από τις ράχες των ορκινιών που κυνηγούσαν κοινωνίες ολόκληρες από τονάκια και σαρδέλες.

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*