86. Βράδι στον Εύξεινο
Τα χάδια των γυναικών κόπηκαν μαχαίρι όταν η Σκούνα γύρισε απότομα στον βοριά και τον αέρα χαράκωσαν ριπές. Ξαφνιασμένες βγήκαν στην κουβέρτα, ρίχνοντας μια κουβέρτα επάνω τους και βρήκαν το τσούρμο μέσα σε χαρές και γέλια. Ο ναύκληρος, σκνίπα στο μεθύσι, μέσα στη σκοτίδα, είχε κατεβάσει την κάννη του αντιαεροπορικού και γάζωνε κάτι αχνά φώτα που διακρίνονταν στην εκβολή ενός ποταμού. Με το ζόρι απείχε τριακόσια μέτρα από την ακτή.
Τα παιδιά εξήγησαν στην καπετάνισσα πως ο τιμονιέρης αρνήθηκε να χαθεί στο πέλαγο και τήρησε βορεινή πορεία, κατά μήκος της δυτικής ακτής. Μόλις κατάλαβε πως άλλαξαν χώρα, ειδοποίησε τον ναύκληρο, κι εκείνος, επίσης μεθυσμένος, θεώρησε πως έπρεπε να ενισχύσει τον Κόκκινο στρατό που τις ημέρες εκείνες ροβολούσε από Ρουμανία σε Βουλγαρία και άρχισε τις μπαταριές ως σύμμαχος . Την πλήρωσαν κάτι ψαροκάλυβα. Οι λάμπες τους έσβησαν, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πόση ζημιά τους έκανε.
Η Άφρα, ψύχραιμη, ζήτησε τα πιστόλια της από το ναυτόπαιδο που της τα φύλαγε. Και μπροστά σε όλους, πλησίασε τον ναύκληρο την ώρα που ούρλιαζε πυροβολώντας και τους τίναξε τα μυαλά στο αέρα. Μετά, μέσα στην βούβα, τρέχει στον τιμονιέρη, του ορίζει πορεία ανατολικά, μέσα στο πηγτό σκοτάδι και έδωσε εντολή στους ναύτες να ξηλώσουν το βαρύ όπλο με τη βάση του και να το ρίξουν στο ακύμαντο νερό. Εκτελέστηκε η μανούβρα και αρπάει την τρομαγμένη Αϊσέ από τον σβέρκο και την κατεβάζει βίαια στην κάμαρη.
«Είσαι μέσα στα αίματα» της λέει η ψυχοκόρη.
«Άναψα τώρα» της απαντάει «Μη μιλάς τώρα, γιατί μου έρχεται όρεξη να χύσω και το δικό σου αίμα».
Η Άφρα ήταν ήρεμη και σοβαρή. Η Αϊσέ είχε κατατρομάξει κι όταν την φώναξε να πέσει στο κρεβάτι, έσπευσε να υπακούσει κατάχλομη. Δεν καταλάβαινε πού θα κατέληγε αυτή η κρουαζιέρα στον Πόντο. Και δεν της έμεινε μυαλό να σκεφτεί.
Ανοίγει η Άφρα μια μεσάντρα, όπου ξεχείλιζαν τα ρούχα της και της λέει «ντύσε με, ματώθηκα». Και πηγαίνει στην θύρα και ζητάει από ένα ναυτάκι να της φέρει μια λεκάνη με νερό και μια κανάτα. Κι έπειτα γδύνεται ντιπ και καλεί την Αϊσέ να την ομορφήνει. Έτρεμαν τα χεράκια της παινεμένης ενώ της σφόγγιζε και την στέγνωνε με ένα πεσκίρι.
Ευχόταν να ξημέρωνε η μέρα, να καταλάβει πού θα κατέληγε το σκοτεινό ταξίδι.