81. Η κουρσάρα
Γύρισε η Αϊσέ στο δρόμο της και στη δουλειά της, με το δέρμα της σεντέφι και να θροΐζει η λινομέταξη φούστα κι από μέσα λασπωμένα τα μποτάκια της από δέρμα κάστορα και η Άφρα άρχισε να σχεδιάζει την απαγωγή.
Χρειαζόταν βέβαια η σκούνα και σε ειδική διαμόρφωση ένα κελί κάτω από τη γοργόνα και το τσιμπούκι της πλώρη, ώστε να χλαπατάει το μπροστινό άρμενο από τους αέρηδες να μην ακούνε τις τσιρίδες της οι ναύτες.
Κι έπρεπε, ώσπου να την χώσουνε στη σκούνα, να διαλέξουνε το μέρος που θα την άρπαζαν και έκρινε πως ο πιο κατάλληλος τόπος ήταν το Γιαλίκιοϊ, στην άκρη μιας ξεραΐλας που μπορούσε να ποδίσει το πλεούμενο, τάχα για επισκευές. Και το αυτοκίνητό της να το παρατήσουνε στην επαρχία Ραιδεστού, να μπερδευτούν τα καρακόλια.
Και ως δικαιολογία προκειμένου να φτάσει εκεί, να ήτανε μια τεράστια αλαταριά, μεταξύ μιας λίμνης και της θαλάσσης που ήταν υποτίθεται βολικός τόπος να χτίσει ένα αλατορυχείο, να βάζει στα τουρσιά των κτημάτων της.
Σιδερένιο σκαρί δεν έβρισκε να αγοράσει, ώστε να τοποθετήσει ένα λαθραίο πολυβόλο να βαράει τις τράτες και με βαριά καρδιά σκέφτηκε να οπλίσει τη σκούπα, πολύ μασκαρεμένη.
Κι ενώ έχτιζε τη συνωμοσία, αφήνονταν σε ονειροπολήσεις, πώς ς θα στρίμωχνε την αβρή ψυχοκόρη και τι παιδεμοί την παραφύλαγαν.
Κι όσο το σκέφτονταν, η καύλα της μεγάλωνε, επειδή καταλάβαινε πως σαν τις εναλλαγές δεν έχει και πως έπρεπε να μοιράζει τα βάσανα με πολυτέλειες και ποτέ η Αϊσέ να μην ένοιωθε πως θα υπέφερε εξαιτίαςτης Άφρας. Αυτό και μόνον την τάραζε ευχάριστα. Διότι, έτσι και πάρεις απόφαση να λιώσει ο άλλος στα χέρια σου, δεν θέλεις να είναι μονοκόμματο και ντουγρού το βάσανο, παρά πως έπρεπε να χτυπηθεί αλύπητα το μυαλό του αιχμαλωτισμένου.
Στην αρχή, κρατούσε την ονειροπόληση για τον εαυτό της και δεν ήθελε συνεταίρο στην απατεωνία. Γρήγορα κατάλαβε πωςαυτό δεν ήταν δυναό και έπρεπε να έχει αδέλφια και μπράτιμους που να την εμπιστεύονταιείτε για πόθο, είτε για χρήματα, είτε για κέρδος επειδή άλλο είναι το κέρδοςκαι άλλος είναι ο πλούτος.
Άφρα, η θρυλική κουρσάρα. Έτσι θα την ήξεραν. Μια φεγγαρόπετρα πράσινη, να βγαίνει από κοχλαστή λάσπη της Μαύρης θάλασσας, ανάμεσα απο αστερίες και από εκείνο το καστανό γιούσουρι που έβγαινε από το τριμμένο κοχυλάκι του Δούναβη.