80. Πάνω στο καφεδάκι
Γυρνώντας από τη σαντάλα, μπήκαν στο καλύβι της Άφρας και εκείνη παράγγειλε καφεδάκια σε έναν κλητήρα και έστριψε ακατάστατα μια χειροποίητη τσουγάρα όσο μια παλάμη, με το συμπάθειο.
Καπνίζεις; Απορεί η Αϊσέ.
-Και καπνίζω και πίνω και τρώγω τον άμπακο. Η θάλασσα μου δίνει δύναμη και κέφι.
-Εμένα μου φαίνεται πως σε εμπνέει ο καπετάνιος.
-Βέβαια, κι αυτός. Αλλά θα τον χρειαστώ όταν αρμενίζουμε στα βαθιά και θα ληστεύουμε τις τράτες.
-Σοβαρά τώρα, θα κουρσεύεις αγαθούς ανθρώπους;
-Γιατί όχι;
-Μα μεγάλωσες αλλοιώς, στα μεταξωτά και στις μαξιλάρες!
-Γι’ αυτό θέλω περιπέτεια.
-Κρίμα. Και ήθελα να συνεταιριστούμε.
-Η στεριά θέλει δουλειά κι εγώ δε θέλω να εμπορεύομαι. Θέλω να αρπάζω ,να τα κάνω γιάγμα.
Οπότε σώπασαν και οι δυο, κρατήθηκαν από τα χέρια και κοιτάχτηκαν.
Της Αϊσέ το βλέμμα ήταν λυπησιάρικο, έντονο, ανήσυχο. Είχε μάθει να μετράει τον χρόνο και να εκτιμά κάθε του γρόσι. Έμοιαζε δραστήρια και ενεργητική, αλλά στο βάθος ήταν αφόρητα τεμπέλα και είχε ανάγκη να την υπηρετούν. Η λαγνεία παραφύλαγε σε κάθε της κίνηση. Και ήταν έρμαιο της ομορφιάς της. Δεν ηθελε παιδιά, δεν ήθελε σκυλιά, ήθελε να ακούει ραδιόφωνο και δίσκους γραμμοφώνου, να έχει τηλέφωνο σε κάθε δωμάτιο και να την υπηρετούν λογιστές και προϊστάμενοι, να γεμίζει το ταμείο της λίρες και χαρτονομίσματα, να δέχεται δώρα και να έχει δική της λουτράρισσα. Ήδη αισθανόταν χάλια και βρωμερή στο ψαροκάλυβο. Αλλά ήταν επίσης ευγενής και δεν εκφραζόταν.
Απεναντίας, η Άφρα έβλεπε στην Αϊσέ ένα θύμα. Θύμα απαγωγής και βασανισμού, να την δέσει, να την κρύβει και να ζητάει λύτρα από τους μεταξωτούς που την τριγύριζαν. Κι ώσπου να έρθουν τα λύτρα, να την άφηνε στην αγκαλιά ξένων συνεταίρων και να χάζευε τα γλέντια τους. Εκείνο το μεσημεράκι, κρατώντας το χεράκι της, ένοιωσε μια απύθμενη καύλα, τόσο μεγάλη που ήθελε να σταματήσει ο Χρόνος.
Αλλά μήτε η Άφρα μίλησε. Συμφώνησαν να εντείνουν τις προσπάθειες να βρούνε την Μπολούρ και να συναντηθούν τον άλλο μήνα στο κονάκι της Αϊσέ.