Οι ηδονές της Αϊσέ [79]
18-07-2018

79. Στη σαντάλα

 

Το κορίτσι-ψυχοκόρη Αϊσέ, μπορεί να ήθελε να ανοίξει οίκο μόδας, αλλά ήταν πόλεμος και τα τρόφιμα δυσεύρετα ή ακριβά. Η χώρα της ήταν ουδέτερη βέβαια, αλλά η κατάσταση ρευστή.

Κι έτσι, της ήρθε μια χαρά που η περιουσία του χαμένου Εμίνογλου, του άκληρου και ζεβζέκη, ήταν φτιαγμένη από σπόρους, φαγάκι και διανομές.

Έβαλε λοιπόν τα όνειρά της στην άκρη, ξεσπώντας στο ξεφύλλισμα περιοδικών μόδας, αλλά μαθαίνοντας την εγκατάσταση της Άφρας στη Μαύρη θάλασσα,σκέφτηκε να συνεργαστούν.

Με το παλιό αμάξι της έστειλε τον σωφέρη να την αναζητήσει στις μακρουλές ψαρόβαρκεςτης Θράκης και να μάθει πώς πορεύονταν.

Πήγε ο άνθρωπος και αντί μιας δειλής δεσποινίδας, συνάντησε μια ψαρρού, ντυμένη νιτσεράδα και ανδρικά ρούχα, να ζει σε ένα καλυβάκι και να σωρεύει σε μια αποθήκη πάγου αμέτρητα ψάρια. Επιπλέον έχτιζε παραδίπλα εργαστήριο αλιπάστων για την ψιλαδούρα.

Ήταν μια στενή κοιλάδα με καλό νερό και ανεκτό δρόμο. Οι δύο ψυχοκόρες αντάμωσαν εγκάρδια και η Αϊσέ πρόσεξε πως η  Άφρα το έτσουζε λιγάκι. Αλλά ήταν σε κέφια.

Από την Μπολούρ κανένα νέο. Η Αϊσέ εξήγησε πως σκόπευε να ζητήσει τη βοήθεια των στρατοχωροφυλάκων για να βρεθεί.

Μετά, η Άφρα, μπήκε με την Αϊσέ σε μια σαντάλα των δέκα κουπιών και την οδήγησε σε ένα ορμίσκο. Εκεί της έδειξε μια μεγάλη σκούνα ονόματι Χαλίλ που ήταν στην πούληση. Σκόπευε να την αγοράσει και να διαμένει εκεί. Είχε με τη θάλασσα την σχέση που θα είχε με τη γιαγιά της, αν την γνώριζε βέβαια.

Η Αϊσέ ξαφνιάστηκε που  το αβρό κοριτσάκι προέκυψε γεμιτζής και δεν ήταν ενθαρρυντική σε αυτά τα σχέδια. Αλλ’ όταν η Άφρα, αργότερα, της έδειξε ένα σωρό χαρτιά, τα περισσότερα φουσκωμένα για το πόσο εμπόρευμα έκρυβε τεχνηέντως, άλλαξε γνώμη. Μέσα στα σχέδια της Άφρας ήτανε να γενεί πειρατίνα και με οπλισμένο σιδερένιο σκαρί να κλέβει από τις μικρές τράτες μεγάλες ποσότητες παλαμίδα και τονάκια, χώρια τα καλκάνια.

Διπλά ξαφνιασμένη, άρχισε να ρωτάει πιο προσωπικά ζητήματα, αλλά η Άφρα της κρυβότανε και έλεγε αλλαντάλλα. Όμως όταν ανέβηκαν από την σαντάλα στη σκούνα και πρόσεξε τους γυμνοπόδαρους παλλήκαρους που ήτανε το τσούρμο και την χαιρέτησε ο καπετάνιος που είχε το σκαρί στην πούληση και γυάλιζε το δέρμα του από υγεία και προφανή λαγνεία, άρχισε να της δίνει του κόσμου τα δίκια.

 

Αφήστε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*
*
*