71. Ντορμαντούρ
Τη νύχτα που ενώθηκαν η λυγερή Μπολούρ με τον αμαξά της, ο Εμίνογλου γνώρισε την Ντορμαντούρ. Εδώ, γίνεται διάλειμμα. Ξεχνάμε προγόνους, απογόνους, έρωτες, παιδιά, βία και μυθιστόρημα και μιλάμε μόνον για εκείνην. Διότι όταν την πρωτοείδε ο Τούρκος πολυπράγμων, στα μέρη που κατοικούσαν οι Ρωξολανοί, βαθέως μέσα στην Περσία, πέρασε καιρός που άρχισε πάλι να ενδιαφέρεται για τη ζωή και πέρασε μεγάλο διάστημα μέσα στο μυθιστόρημα ως αποθαμένος.
Η Ντορμαντούρ ήταν αρχαιολόγος, από το Βέλγιο μάλλον και Ντορμαντούρ δεν την έλεγαν, αλλά έτσι μόνον μπόρεσε ο Εμίνογλου να προφέρει το όνομά της. Έσκαβε ένα παλάτι Αχαιμενιδών με έναν βωμό-πυραμίδα ζωροαστρικόν και χρησιμοποιούσε αποκλειστικά εργάτες από την φυλή των Παραιτάκων, που την θεωρούσαν θεότητα. Φορούσε παντελόνια και στολή εκστρατείας, κάπνιζε ωσάν το φουγάρο και σημείωνε τα πάντα.
Ο Εμίνογλου επισκέφτηκε την περιοχή καλεσμένος από τους Πέρσες, να ρυθμίσει μια ανταλλαγή Περσών στρατιωτών με λήσταρχους που είχαν διαφύγει στο Κουρδιστάν κι αυτός τους έπιασε και τους γύρισε πίσω. Αλλά όταν είδε αυτήν την διάφανη κυρία, από παντού γαλάζια και πράσινη, παρά τα χακί που της πήγαιναν τόσο πολύ, δεν έπραξε το παραμικρό. Του φάνηκε πως τον επισκέφθηκαν αστερισμοί και πως τα ζώδια στο στερέωμα ήταν καμωμένα από φιλιγκράν, ζαφορά και νάρδο- τόσο πολύ ο κόσμος του έγινε μυθώδης, παρασιτικός και υπεράνω.
Η Ντορμαντούρ άγγιζε τον άψητο και τον ψημμένο πηλό, με την απαλάμη και θαρρείς πως έβγαζε θησαυρούς από το λυχνάρι του Αλαδίν και τη σπάθα του Σαλαδίνου. Του έδειχνε βουβή την άμμο που χυνότταν από τα δαχτυλάκια της κι εκείνος δάκρυζε. Ποτέ δεν έμαθε πως τον έλεγαν, αν και σίγουρα κατάλαβε την καψουρωσύνη του. Για τον Εμίνογλου, ήταν η απόλυτη κατάρρευση, που τον θεωρούσε διαφανή η διάφανη γυναίκα.
Τα βράδια που εκείνη κοιμότανε σε αντίσκηνο με οπλισμένους Παραιτάκους, εκείνος ήταν σίγουρος πως τους κορόιδευε και πως βολτάριζε στους ουρανούς. Αν ήταν ερωτευμένος; Τι έκφραση. Αλλοπαρμένος ήταν, εξωγήινος, και γι’ αυτό πανέξυπνος και προφητικός. Η Ντορμαντούρ δεν θα του έδινε ποτέ σημασία και αγνοούσε πως θα πέθαινε νέα, βιασμένη από Καταγκέζους και μισθοφόρους στο Βελγικό Κογκό μετά εικοσιπέντε χρόνια. Αλλά ο Εμίνογλου το ήξερε και μάλιστα είχε πιάσει με τις νέες αντέννες του πως στο κονάκι του στο Ταξίμ έτρεχαν μέλια και σορόπια από τις ψυχοκόρες του και ήταν καιρός να αφήσει τα καθήκοντα και τα πλούτια και να κοιτάξει την χύμα ζωή του.
Τέρμα το διάλειμμα.