70. Η νύχτα
Ένα φλυτζάνι γλυκό φλαμούρι με μια σταγόνα μπελαντόνα ήπιαν οι μικρές ψυχοκόρες από τα στοργικά χεράκια της Μπολούρ. Κι όπως ήταν κανονισμένο, η ίδια ανέβηκε στη μικρή σοφίτα όπου ξέραιναν τα φρούτα και αέριζαν τους παστωμένους κολιούς για τον χειμώνα, κουβαλώντας αθόρυβα ένα κιλίμι κι ένα χράμι. Την περίμενε σιωπηλός ο αμαξάς. Έστρωσε στο πάτωμα και έπεσε στη αγκαλιά του.
Φιλήθηκαν άτεχνα ώρα πολλή, ενώ ελευθερώνονταν από τα ρούχα τους. Εκείνου μύριζαν καπνό και χωνεμένη καβαλίνα από τα άλογά του, εκείνης μύριζαν σαπούνι και τα μαλλιά της αλισίβα με λεβάντα. Την πίεσε απαλά να καθήσει χάμω και δεν τόλμησαν να μείνουν γυμνοί. Σχισμές στα εσώρουχα και το θερμό τους δέρμα, αναμμένο από την προσμονή, στάθηκε το πρώτο τους εμπόδιο, που γρήγορα ξεπεράστηκε.
Στο μαύρο σκοτάδι, μόλις φωτισμένο μέσα από το παραθυράκι που άφηνε τον αέρα να μπαίνει, φως από δημόσιο φανοστάτη, ξάπλωσαν τελείως κι άρχισαν να παιδεύονται από την σκληρότητα του ξύλινου πατώματος από τραχύ πελίτι και αποζητούσαν ίχνος και παρηγοριά από την σάρκα του άλλου. Αλλά ο αμαξάς δεν ήξερε. Την γύρισε κάπως απότομα μπρούμητα και εκείνη αισθάνθηκε άβολα τα γόνατά της να την στηρίζουν χάμω, ενώ οι αγκώνες της πονούσαν, όλο και λιγότερο. Διότι θέλει πείρα και αγάπη να καταφέρεις το σμίξιμο που σου πρέπει και οι δυο τους δεν διέθεταν ταλέντο και εμπειρία, ντιπ καταντίπ. Ο αμαξάς κουραζόνταν και το έδειχνε να καταφέρει να μπει στην ανθούσα της φύση, έως ότου η Μπολούρ, αυτοδίδακτη και εκνευρισμένη, αλλά δεν το έδειχνε, έβαλε τα κρινοδάχτυλα του δεξιού της χεριού, να τον βοηθήσουν.
Εκείνος, σκλήρυνε, αγρίεψε και αισθανόταν ναυαγός που κακόπεσε σε άξενα βράχια με πεταλίδες. Ώσπου την μπήκε κι άρχισε να την λυχνίσει σαν με σβάρνα κι έπειτα να την ερευνά . Μόνο που τα βράχια ξεχάστηκαν, καθώς ήταν πλέον μέσα στο σπήλαιο το μαλακό και ποθητό και αισθάνθηκε γαλήνη, μουσική και γέμισε σκηνές παιδικές και μια ακατάσχετη ηδονή που ήταν διαφορετική τελείως από άλλες εμπειρίες του. Διότι η Μπολούρ τον δέχτηκε τον αμαξά κι εκείνος ντράπηκε και κόρωσε μαζί, σα να τον μάλωνε γελαστά ο μέγας διδάσκαλος του πόθου.
Κι ενώ το σύμπλεγμα έμοιαζε θελκτικό και όμορφο, καθώς πηγαινόφερνε τη φύση του στον κόλπο της, άρχισε όλη η σάρκα, και των δύο να καταιγίζεται. Βέργες από φλέβες, αρτηρίες, νεύρα και κόμποι, άρχισαν να ερεθίζονται από τα νεφρά και να ραντίζουν με ηδονή την χώρα της κοιλιάς, τη συστολή του στομαχιού, έως τους βουβώνες και αμφότερα τα ιερά οστά. Στο σώμα και στη ζωή τους έμπαινε το πρωτόγνωρο αίσθημα της πληρότητας, ενώ το δέρμα τους κυλούσε αναρριγώντας σαν να ήταν από ζεστό, λυωμένο αλάβαστρο. Έπνιγαν και οι δύο τη διάθεση να βογγήξουν και να στερήσουν τον βρυχηθμό που τους πλάκωνε, από την δόξα του.
Και μαζί, απρόσμενα μαζί άνοιξαν διάπλατα τα μάτια και το στόμα για να χωρέσει ο οίστρος και ο ίμερος, ξερνώντας μια κόλλα από συμπάθεια, εχθρότητα και πεντακάθαρη ζωή, σε όποιο μέρος, τόπο και υμένα ήταν δυνατόν να φτάσει η ηδονή.
Ιδρωμένοι έμειναν ακίνητοι και κολλημένοι. Κι έπειτα, ξάπλωσαν ανάσκελα και τους πήρε ο ύπνος, άλαλους και ντοπιασμένους, σαν αρνάκια που χόρτασαν της άρνας τους το γάλα.