7. Aναζητώντας το τυχερό πέταλο
Ενώ ο γιατρός απέκτησε μεγάλη πελατεία και την γιάτρευε, άλλοτε με γιατροσόφια, άλλοτε με τα άστρα και άλλοτε διώχνοντας το κακό μάτι, ο εμίρης, ντυμένος πάντα ταπεινά, και χωρίς το ύφος του άρχοντα, συνέχιζε την έρευνά του για την κόρη του πεταλωτή, πράγμα δύσκολο για κάποιον που πέρασε τη ζωή του σιωπηλός (αφού όλοι υπηρετούσαν τις θελήσεις του) ή με πολύ λίγα λόγια, τα περισσότερα προστακτικές (σκοτώστε τον, πουλήστε τον, αγοράστε τον, έλα στο χαρέμι μου)
Δεν ήταν τόσο κουτός ώστε να ψάχνει στην αγορά έναν πεταλωτή, διότι αν μάθαινε εκείνος πως κάποιος ξένος χωρίς άλογο τον αναζητά, ευθύς θα εξαφανιζόταν από τον τόπο, με την υποψία πως τον ψάχνουν για την κόρη του. Γι’ αυτό και ο εμίρης έμαθε πώς λένε σε αυτά τα μέρη το «τυχερό πέταλο» που έβαζαν οι λαοί στην εξώθυρά του και αυτό ρωτούσε μόνον, σε όποια γλώσσα μπορούσε: «πού πουλάνε τυχερό πέταλο;»
Δηλαδή «ζαβαρταμ ανιά καντζέ» στα Ασσυριακά, «μπιρσαν σουρουτσού» στα τουρανικά, και «ζεντεμ φερσεβάλ τσαντσό» στα φράγκικα. Είτε δεν τον καταλάβαιναν, είτε καταλάβαιναν, έλεγαν αλλοιώς το «πέταλο» (πίνκο, ουρτάλ, χικα ,πεγιάζ και παρόμοια) και του έδειχναν προς τα πού να πάει ή έλεγαν με τα φρύδια «δεν ξέρω τι λες».
Η αναζήτηση αυτή τελείωσε άγονα, επειδή στο τέλος βρέθηκε σε μια αγορά χιλίων μαγαζιών και εσναφιών που την έλεγαν «πεταλάδικα» και βομβούσαν εκεί καθημερινώς μπορεί και χίλιοι πελάτες και τεχνίτες. Γυρνάει απελπισμένος στον γιατρό.
Η προκοπή του ήταν προφανής. Είχε νοικιάσει μια σκηνή στρόγγυλη, από Μογγόλους που είχαν ξεπουλήσει τα κοπάδια τους και σκόπευαν να πάνε στον πόλεμο με τον Χάνη τους. Εκεί ζούσε, εκει γιάτρευε, είχε προσλάβει υπηρέτη και φύλαγε την καλύτερη στρωμνή για τον εμίρη του. Είχε μάθει και αρκετές λέξεις από τις γλώσσες που άκουγε, ενώ έμοιαζε να έχει γεννηθεί εκεί: ήξερε σε ποιόν να δώσει δώρα, με πόσα θα εξαγόραζε την προστασία των δυναστών, και γιάτρευε δωρεάν όλους με στολή και κρατικό χτένισμα-μακριά κοτσίδα πλεγμένη με πορτοκαλί λινό. Άκουσε τους άγονους κόπους του εμίρη και του είπε:
«Απ’ όσο ξέρω, αφεντικό, είσαι καλός μόνον για τον πόλεμο. Δεν ξέρεις των ταπεινών την σύσταση, αφού είστε οικογενειακώς έξι γενεών εμίρηδες. Στην Αγορά αυτή, άλλος κυβερνάει, άλλους νόμους θα έχει. Πιο ελεύθεροι μου φαίνονται, και βλέπω πολλούς Ογούζους που είναι εχθροί σου. Είσαι ονομαστός πολεμιστής και μπορείς να νικήσεις εύκολα τους δικούς των γενναίους. Προτείνω να ξοδιάσουμε πολλά, να σε αρματώσουμε, να σε κυκλοφορήσουμε ως μεγάλο πολέμαρχο που φλέγεται να πολεμήσει, ώστε να έχεις άνεση στην Αγορά, να σ’ εμπιστευτούν, οπότε τους ζητάς ως χάρη, να βρεις ένα πεταλωτή, τάχα πως του χρωστάς χάρες και χρήματα.»
Ο γιατρός κι ο βοηθός του, έψαξαν και πλήρωσαν πολλά για να ντύσουν τον εμίρη πολέμαρχο από τις βορεινές ερημιές, καπέλο και λαιμουριά πέτσινα, με σιδερένια περτσίνια, έναν θώρακα μεσάτο με λουρίδες ντυμένες στο σύρμα και προστατευτικά των άκρων κοκκάλινα σκεπάσματα.Έμαθαν και πού ακριβώς σύχναζαν οι άνεργοι παλληκαράδες. Του φόρεσαν και μία ταφταδένια ρόμπα με δράκοντες, έβαλε μάχαιρα ακινάκη στην πλουμιστή του ζώνη και τον συνόδεψαν σε ένα μακρυνάρι σανιδένιο. Στην πόρτα του απέξω, μόνο σύμβολο, ένα τυχερό πέταλο.